Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΕΟΝ ΘΕΟΥ ΜΑΛΛΟΝ Η ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΕΟΝ

Ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε καὶ Μνη­μο­νευ­τέ­ον Θε­οῦ μᾶλ­λον ἢ ἀ­να­πνευ­στέ­ον˙ καί, οἷ­ον τε τοῦ­το εἰ­πεῖν, μη­δὲν ἄλ­λον ἢ τοῦ­το πρα­κτέ­ον. Αὐ­τὴ ἡ ἔν­τα­σις τῆς πε­ρὶ προ­σευ­χῆς ἐ­πι­τα­γῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ ὑ­περ­πολ­λα­πλῶς πε­ρι­γρά­φε­ται καὶ κα­τα­γρά­φε­ται στὴν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Γραμ­μα­τεί­α της, ἔ­χει νὰ κά­νῃ μὲ τὴν βί­ω­σι τῆς ὁ­δοῦ τῆς προ­σευ­χῆς, ὡς τῆς ὁ­δοῦ τῆς κα­θάρ­σε­ως καὶ τῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸ Θε­ό. Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α εἶ­ναι ἡ προ­σευ­χη­τι­κὴ συ­νάν­τη­σις τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας. Σ᾽αὐ­τὴν συ­ναν­τᾶ­ται καὶ ἑνο­ποι­εῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὸν Θε­ό του καὶ μὲ τοὺς ἀ­δελ­φούς του τῆς ζώ­σης καὶ τῆς θρι­αμ­βευ­ού­σης Ἐκ­κλη­σί­ας, μὲ τὸν χο­ρὸ τῶν ἁ­γί­ων καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων. Συ­ναν­τᾶ­ται ὅ­μως ταυ­το­χρό­νως καὶ ὁ ἴ­διος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἑνο­ποι­ών­τας τὸ τρι­με­ρὲς τῆς ψυ­χῆς του. Μπαί­νει ἐ­κεῖ τυ­φλὸς καὶ ἀ­γέν­νη­τος πνευ­μα­τι­κά, ὅ­πως τὸ παι­δὶ στὴν μή­τρα τῆς μά­νας του καὶ ᾽κεῖ κυ­ο­φο­ρεῖ­ται μυ­στι­κὰ καὶ ἀ­θέ­α­τα, φω­τί­ζε­ται καὶ θε­ρα­πεύ­ε­ται, γι­ὰ νὰ γεν­νη­θῇ. Κυ­ο­φο­ρεῖ­ται στὴν ὑ­πο­μο­νή, στὴν σι­ω­πή, στὴν ἀ­να­μο­νή, στὴν προ­σευ­χή, στὴν ἔν­τα­σι ἑ­νὸς βι­ώ­μα­τος, ποὺ τὸν ξε­περ­νᾶ σὰν ὕ­παρ­ξι καὶ τὸν κα­τερ­γά­ζε­ται. Ἔρ­χε­ται στὴν Ἀ­κο­λου­θί­α, ὄ­χι μό­νο καὶ κυ­ρί­ως, γι­ὰ νὰ τὴν κα­τα­λά­βῃ, ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ τὸν κα­τα­λά­βῃ. Νὰ τὴν με­τα­λά­βῃ καὶ νὰ τοῦ κα­τα­λά­βῃ τὸ ὅ­λον τῆς ψυ­χῆς. Βρί­σκε­ται συ­νά­μα σ᾽ ἕ­να πύ­ρι­νο κα­μί­νι Χά­ρι­τος καὶ σ᾽ ἕ­να σκλη­ρὸ κα­μί­νι ὑ­πο­μο­νῆς. Ἡ Χά­ρις κι­νεῖ στὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ ἡ ὑ­πο­μο­νὴ ἁρ­πά­ζει τὴν Χά­ρι. Ἡ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς Πα­να­γί­ας, τῶν Ἁ­γί­ων καὶ τῶν Ἀγ­γέ­λων ξε­δι­πλώ­νε­ται στὴν Ἀ­κο­λου­θί­α καὶ ἀ­να­δι­πλώ­νε­ται ἐν­τὸς τῆς καρ­δί­ας του. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν θε­ᾶ­ται αὐ­τὴ τὴ ζω­ή, ὡς πα­ρα­τη­ρη­τής, ἀλ­λὰ εἰ­σέρ­χε­ται σ᾽αὐ­τὴν καὶ γί­νε­ται μέ­ρος ὁ ἴ­διος τῆς ὅ­λης εἰ­κό­νος. Τὸ σπα­σμέ­νο καὶ φθαρ­μέ­νο του σκεῦ­ος κα­ταυ­γά­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ φῶς τῆς εἰ­κό­νος καὶ ἀ­να­χω­νεύ­ε­ται, γι­ὰ νὰ με­τα­μορ­φω­θῇ. Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α γί­νε­ται μι­ὰ κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­άμ, στὴν ὁ­ποί­α εἰ­σερ­χό­με­νοι ἀ­πο­τι­θέ­με­θα στὰ χέ­ρια τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ τῆς Μη­τέ­ρας μας, τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Πα­να­γί­ας ἢ ἀλ­λι­ῶς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­κεῖ δρο­σι­ζό­μα­στε εἰ­σπρά­ττον­τας βι­ω­μα­τι­κὰ τὴν κοι­νὴ Χά­ρι τῶν παι­δι­ῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μπαί­νον­τας στὸν Να­ό, προ­σκυ­νοῦ­με τὴν Ἁ­γί­α Τριά­δα, τρι­συ­πο­στά­τως προ­σκυ­νου­μέ­νη, μὲ ὅ­λο μας τὸ εἶ­ναι. Μὲ τὸ σῶ­μα καὶ τὴν ψυ­χή μας. Μὲ τὸ φῶς καὶ μὲ τὸ σκό­τος μας, καὶ ἵ­να ποι­ή­σω­μεν τὸ σκό­τος φῶς. Χθὲς τὸ πρω­ὶ κα­θό­μουν στὸ στα­σί­δι μου, ὅ­πως τό­σα χρό­νια καὶ ξα­νά­κου­γα τὸ ψαλ­τή­ρι νὰ δι­α­βά­ζε­ται στα­θε­ρὰ στὸν δι­κό του αἰ­ώ­νιο ρυθ­μό. Ὁ Δε­σπό­της καὶ πά­λι ἔ­χυ­νε ἀ­πὸ τὴν φω­τιά του. Ἡ πρώ­τη στι­χο­λο­γί­α τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς. Δέ­κα­το ἔ­να­το Κά­θι­σμα. Τὸ πύ­ρι­νο κα­μί­νι τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας. Στὴν ὡ­ραι­ό­τη­τα τῆς παρ­θε­νί­ας της ἔ­ζη­σαν γε­νι­ὲς Χρι­στια­νῶν. Φλό­γες δρο­σι­στι­κὲς καὶ καυ­στι­κές, κα­τερ­γά­ζον­ται χει­ρουρ­γι­κὰ τὴν ψυ­χή μου. Τί ὥ­ρα νὰ ᾽ναι; Αἰ­ώ­νια ὥ­ρα. Ὥ­ρα Κυ­ρί­ου. Ἔ­ξω σκο­τά­δι βα­θὺ τῆς νύ­κτας καὶ μέ­σα τὸ φῶς. Θυ­μή­θη­κα τὸν παπ­πού­λη τὸν Ἄν­θι­μο. Ὀ­κτὼ δε­κα­ε­τί­ες κα­λό­γε­ρος. Ψαλ­τή­ρι καὶ Πα­ρα­κλη­τι­κή, ὁ ὕ­μνος τῆς παι­δι­κῆς του ψυ­χῆς κι ἀ­νά­με­σά τους τὸ χρυ­σο­μα­τω­μέ­νο κύ­λι­σμα τῶν Μη­ναί­ων. Λά­τρευ­ε ὀρ­θὸς καὶ ἀ­ξε­δί­ψα­στος, ἀ­κό­ρε­στα, μὲ τὴν αἰ­ώ­νια βα­θειά του φω­νή, μὲ τὰ πρη­σμέ­να του πό­δια καὶ τὶς κου­ρα­σμέ­νες του πλά­τες. Ὡ­ραῖ­ος, πυ­ρω­μέ­νος καὶ φλε­γό­με­νος ἀ­πὸ τὸν ὡ­ραῖ­ο του Κύ­ριο. Ἄ­τλας καὶ βα­στοῦ­σε στὴν προ­σευ­χή του τὴν ἀ­νάγ­κη τῆς γῆς. Κά­θε μέ­ρα του δυ­να­τὴ γι­ορ­τή, ὅ­λο σκιρ­τή­μα­τα βα­θειᾶς χα­ρᾶς,  ἄλ­λης κά­θε φο­ρά. Κρα­ται­ὲς μυ­ρω­δι­ὲς εὐ­ω­δί­α­ζαν τὴν ζω­ή του ἀ­πὸ ποι­κι­λί­α θυ­μι­α­σμά­των. Ἀλ­λι­ῶς Χρι­στὸς γεν­νᾶ­ται δο­ξά­σα­τε, κι­ ἀλ­λι­ῶς Πε­ποι­κιλ­μέ­νη τῇ θεί­ᾳ δό­ξῃ, κι­ ἀλ­λι­ῶς Ἀ­να­στά­σε­ως ἡ­μέ­ρα λαμ­πρυν­θῶ­μεν λα­οί, κι­ ἀλ­λι­ῶς Σταυ­ρὸν χα­ρά­ξας Μω­σῆς, κι ἀλ­λι­ῶς, κι­ ἀλ­λι­ῶς... χω­ρὶς τέ­λος. Κι ὁ πό­θος με­τὰ κό­ρου καὶ τό­τε ὁ κό­ρος καὶ πά­λι με­τὰ πό­θου. Τὸ ψαλ­τή­ρι ἀρ­γο­σέρ­νει τὴν Χά­ρι του στὸν ἀ­έ­ρα.  Δὲν στα­μα­τᾶ νὰ δί­νῃ χρῶ­μα στὴν εὐ­χή. Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α σφύ­ζει ἀ­πὸ νο­ή­μα­τα καὶ αἰ­σθή­μα­τα, εἰ­κό­νες, ἀ­κού­σμα­τα καὶ μυ­ρω­δι­ές. Φῶς ἱλα­ρὸν μέ­σα στὴν εὐ­ω­δί­α τοῦ κε­ριοῦ καὶ τοῦ θυ­μι­ά­μα­τος. Γεῦ­σι! Ἡ γεῦ­σι τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πε­ρί­γρα­πτη, πο­λυ­ποί­κι­λη καὶ ἀ­ναλ­λοί­ω­τη. Ὀ­φθαλ­μοὺς ἔ­χου­σι καὶ οὐκ ὄ­ψον­ται. Ὤ­τα ἔ­χου­σι καὶ οὐκ ἐ­νω­τι­σθή­σον­ται. Ῥί­νας ἔ­χου­σι καὶ οὐκ ὀ­σφραν­θή­σον­ται. Τὰ εἴ­δω­λα τῶν ἐ­θνῶν. Ὅ­μοι­οι αὐ­τοῖς... οἱ πε­ποι­θό­τες ἐ­π᾽ αὐ­τοῖς. Τὰ εἴ­δω­λα τῶν ἐ­θνῶν.  Πό­σα πολ­λὰ εἴ­δω­λα!  Κά­θε βῆ­μα καὶ ἕ­να εἴ­δω­λο. Κά­θε βῆ­μα καὶ μι­ὰ δο­κι­μα­σί­α καὶ μι­ὰ κρί­σι. Ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ στὴν ἴ­δια ζυ­γα­ριὰ μὲ τὰ θέλ­γη­τρα καὶ τὰ φό­βη­τρα τῶν εἰ­δώ­λων. Ἄ­φα­τος κα­τα­δο­χή. Ἔ­μεῖς οἱ κρι­τές. Τὸ Ψαλ­τή­ρι στα­μά­τη­σε Με­γά­λη Πέμ­πτη. Ὁ δὲ πα­ρά­νο­μος Ἰ­ού­δας οὐκ ἠ­βου­λή­θη συ­νι­έ­ναι. Ὁ Ἰ­ού­δας νοῦς συ­νε­χί­ζει νὰ πω­λῇ τὸν Δι­δά­σκα­λο γιὰ τρι­ά­κον­τα ἀρ­γύ­ρια. Μὴ τοῖς με­ρί­μναις συμ­πνι­γῶ­μεν, ὡς ὁ Ἰ­ού­δας˙ ἀλ­λ᾽ ἐν τοῖς τα­μεί­οις ἡ­μῶν κρά­ξω­μεν. Τὰ εἴ­δω­λα τῶν ἐ­θνῶν, ἀρ­γύ­ριον καὶ χρυ­σί­ον κα­τα­σκευά­ζουν Ἰ­οῦ­δες. Ὁ νοῦς φεύ­γει ἀ­πὸ τὸ τα­μεῖ­ο τῆς προ­σευ­χῆς, ἀ­πὸ τὸ μυ­στι­κὸ δεῖ­πνο τῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν Κύ­ριο τῆς Δό­ξης, θελ­γό­με­νος στὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τα κα­λο­στη­μέ­να καὶ ἀ­πα­στρά­πτον­τα εἴ­δω­λα. Κά­θε εἴ­δους μέ­ρι­μνες τὰ τρι­ά­κον­τα ἀρ­γύ­ρια. Καὶ ὁ Πέ­τρος ἑ­στὼς καὶ θερ­μαι­νό­με­νος ἀρ­νή­θη­κε. Ὁ δὲ Ἰ­ω­σὴφ ὁ Πάγ­κα­λος ἔ­φυ­γε γυ­μνός. Στὴν θαλ­πω­ρὴ ἀρ­νεῖ­σαι, στὴν ἄ­σκη­σι σώ­ζε­σαι. Ὁ χω­ρι­σμὸς φέρ­νει τὴν νέ­κρω­σι καὶ Σὺ εἶ­σαι ἡ Ζω­ή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου