Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε καὶ Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον˙
καί, οἷον τε τοῦτο εἰπεῖν, μηδὲν ἄλλον ἢ τοῦτο πρακτέον. Αὐτὴ ἡ ἔντασις
τῆς περὶ προσευχῆς ἐπιταγῆς τῆς Ἐκκλησίας,
ποὺ ὑπερπολλαπλῶς περιγράφεται καὶ καταγράφεται στὴν Ἐκκλησιαστικὴ
Γραμματεία της, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ τὴν βίωσι τῆς ὁδοῦ τῆς προσευχῆς, ὡς
τῆς ὁδοῦ τῆς καθάρσεως καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεό. Ἡ Ἀκολουθία εἶναι
ἡ προσευχητικὴ συνάντησις τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Σ᾽αὐτὴν συναντᾶται
καὶ ἑνοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό
του καὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς του τῆς ζώσης καὶ τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας,
μὲ τὸν χορὸ τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀγγέλων. Συναντᾶται
ὅμως ταυτοχρόνως καὶ ὁ ἴδιος μὲ τὸν ἑαυτό του, ἑνοποιώντας τὸ τριμερὲς τῆς ψυχῆς του. Μπαίνει ἐκεῖ τυφλὸς καὶ ἀγέννητος πνευματικά, ὅπως τὸ παιδὶ στὴν μήτρα τῆς μάνας
του καὶ ᾽κεῖ κυοφορεῖται μυστικὰ καὶ ἀθέατα, φωτίζεται καὶ θεραπεύεται,
γιὰ νὰ γεννηθῇ. Κυοφορεῖται στὴν ὑπομονή, στὴν σιωπή, στὴν ἀναμονή, στὴν προσευχή, στὴν ἔντασι ἑνὸς
βιώματος, ποὺ τὸν ξεπερνᾶ σὰν ὕπαρξι καὶ τὸν κατεργάζεται. Ἔρχεται
στὴν Ἀκολουθία, ὄχι μόνο καὶ κυρίως, γιὰ νὰ τὴν καταλάβῃ, ἀλλὰ γιὰ
νὰ τὸν καταλάβῃ. Νὰ τὴν μεταλάβῃ καὶ νὰ τοῦ καταλάβῃ τὸ ὅλον τῆς ψυχῆς.
Βρίσκεται συνάμα σ᾽ ἕνα πύρινο καμίνι Χάριτος καὶ σ᾽ ἕνα
σκληρὸ καμίνι ὑπομονῆς. Ἡ Χάρις κινεῖ στὴν ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπομονὴ
ἁρπάζει τὴν Χάρι. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Ἀγγέλων
ξεδιπλώνεται στὴν Ἀκολουθία καὶ ἀναδιπλώνεται ἐντὸς τῆς καρδίας
του. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θεᾶται αὐτὴ τὴ ζωή, ὡς παρατηρητής, ἀλλὰ εἰσέρχεται
σ᾽αὐτὴν καὶ γίνεται μέρος ὁ ἴδιος
τῆς ὅλης εἰκόνος. Τὸ σπασμένο καὶ φθαρμένο του σκεῦος καταυγάζεται
ἀπὸ τὸ φῶς τῆς εἰκόνος καὶ ἀναχωνεύεται,
γιὰ νὰ μεταμορφωθῇ. Ἡ Ἀκολουθία
γίνεται μιὰ κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, στὴν ὁποία εἰσερχόμενοι ἀποτιθέμεθα
στὰ χέρια τοῦ Πατέρα καὶ τῆς Μητέρας μας, τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας
ἢ ἀλλιῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ δροσιζόμαστε εἰσπράττοντας βιωματικὰ τὴν κοινὴ Χάρι τῶν παιδιῶν τῆς Ἐκκλησίας. Μπαίνοντας
στὸν Ναό, προσκυνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, τρισυποστάτως προσκυνουμένη,
μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι. Μὲ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή μας. Μὲ τὸ φῶς καὶ μὲ τὸ σκότος μας, καὶ ἵνα ποιήσωμεν
τὸ σκότος φῶς. Χθὲς τὸ πρωὶ καθόμουν στὸ στασίδι μου, ὅπως τόσα χρόνια
καὶ ξανάκουγα τὸ ψαλτήρι νὰ διαβάζεται σταθερὰ στὸν δικό του αἰώνιο
ρυθμό. Ὁ Δεσπότης καὶ πάλι ἔχυνε ἀπὸ τὴν φωτιά του. Ἡ πρώτη στιχολογία
τῆς Παρασκευῆς. Δέκατο ἔνατο Κάθισμα. Τὸ πύρινο καμίνι τῆς Ἀκολουθίας.
Στὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας της ἔζησαν γενιὲς Χριστιανῶν. Φλόγες
δροσιστικὲς καὶ καυστικές, κατεργάζονται χειρουργικὰ τὴν ψυχή μου.
Τί ὥρα νὰ ᾽ναι; Αἰώνια ὥρα. Ὥρα Κυρίου. Ἔξω σκοτάδι βαθὺ τῆς νύκτας
καὶ μέσα τὸ φῶς. Θυμήθηκα τὸν παππούλη τὸν Ἄνθιμο. Ὀκτὼ δεκαετίες
καλόγερος. Ψαλτήρι καὶ Παρακλητική, ὁ ὕμνος τῆς παιδικῆς του ψυχῆς
κι ἀνάμεσά τους τὸ χρυσοματωμένο κύλισμα τῶν Μηναίων. Λάτρευε ὀρθὸς
καὶ ἀξεδίψαστος, ἀκόρεστα, μὲ τὴν αἰώνια βαθειά του φωνή, μὲ τὰ πρησμένα
του πόδια καὶ τὶς κουρασμένες του πλάτες. Ὡραῖος, πυρωμένος καὶ φλεγόμενος
ἀπὸ τὸν ὡραῖο του Κύριο. Ἄτλας καὶ βαστοῦσε στὴν προσευχή του τὴν ἀνάγκη
τῆς γῆς. Κάθε μέρα του δυνατὴ γιορτή, ὅλο σκιρτήματα βαθειᾶς χαρᾶς, ἄλλης κάθε φορά. Κραταιὲς μυρωδιὲς εὐωδίαζαν
τὴν ζωή του ἀπὸ ποικιλία θυμιασμάτων. Ἀλλιῶς Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε, κι ἀλλιῶς Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ, κι ἀλλιῶς Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, κι ἀλλιῶς Σταυρὸν χαράξας Μωσῆς, κι ἀλλιῶς, κι
ἀλλιῶς... χωρὶς τέλος. Κι ὁ πόθος μετὰ κόρου καὶ τότε ὁ κόρος καὶ πάλι
μετὰ πόθου. Τὸ ψαλτήρι ἀργοσέρνει τὴν Χάρι του στὸν ἀέρα. Δὲν σταματᾶ νὰ δίνῃ χρῶμα στὴν εὐχή. Ἡ Ἀκολουθία
σφύζει ἀπὸ νοήματα καὶ αἰσθήματα, εἰκόνες, ἀκούσματα καὶ μυρωδιές.
Φῶς ἱλαρὸν μέσα στὴν εὐωδία τοῦ κεριοῦ καὶ τοῦ θυμιάματος. Γεῦσι! Ἡ γεῦσι τοῦ Χριστοῦ ἀπερίγραπτη, πολυποίκιλη καὶ ἀναλλοίωτη. Ὀφθαλμοὺς
ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται. Ὤτα
ἔχουσι καὶ οὐκ ἐνωτισθήσονται. Ῥίνας ἔχουσι καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται. Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν. Ὅμοιοι αὐτοῖς...
οἱ πεποιθότες ἐπ᾽ αὐτοῖς. Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν. Πόσα πολλὰ εἴδωλα! Κάθε βῆμα καὶ ἕνα εἴδωλο. Κάθε βῆμα
καὶ μιὰ δοκιμασία καὶ μιὰ κρίσι. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στὴν ἴδια ζυγαριὰ
μὲ τὰ θέλγητρα καὶ τὰ φόβητρα τῶν εἰδώλων. Ἄφατος καταδοχή. Ἔμεῖς οἱ
κριτές. Τὸ Ψαλτήρι σταμάτησε Μεγάλη Πέμπτη. Ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι. Ὁ Ἰούδας νοῦς
συνεχίζει νὰ πωλῇ τὸν Διδάσκαλο γιὰ τριάκοντα ἀργύρια. Μὴ τοῖς μερίμναις συμπνιγῶμεν, ὡς ὁ Ἰούδας˙ ἀλλ᾽ ἐν τοῖς ταμείοις
ἡμῶν κράξωμεν. Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, ἀργύριον καὶ χρυσίον κατασκευάζουν Ἰοῦδες. Ὁ
νοῦς φεύγει ἀπὸ τὸ ταμεῖο τῆς προσευχῆς, ἀπὸ τὸ μυστικὸ δεῖπνο τῆς κοινωνίας
μὲ τὸν Κύριο τῆς Δόξης, θελγόμενος στὰ ἀναρίθμητα καλοστημένα καὶ ἀπαστράπτοντα
εἴδωλα. Κάθε εἴδους μέριμνες τὰ τριάκοντα ἀργύρια. Καὶ ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος ἀρνήθηκε.
Ὁ δὲ Ἰωσὴφ ὁ Πάγκαλος ἔφυγε γυμνός. Στὴν θαλπωρὴ ἀρνεῖσαι, στὴν ἄσκησι
σώζεσαι. Ὁ χωρισμὸς φέρνει τὴν νέκρωσι καὶ Σὺ εἶσαι ἡ Ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου