Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ο ΚΟΥΛΑΚΙΩΤΗΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Ο ΚΟΥΛΑΚΙΩΤΗΣ (8 Σεπτεμβρίου)

                Εἴ­κο­σι χι­λι­ό­με­τρα νο­τι­ο­δυ­τι­κὰ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης βρί­σκε­ται ἡ ἀρ­χαί­α πό­λι Χα­λά­στρα. Στὰ χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας εἶ­χε τὸ ὄ­νο­μα Κου­λα­κιά, ἀ­πὸ τὴν τουρ­κι­κὴ λέ­ξι: «κου­λέ», ποὺ ση­μαί­νει πύρ­γος. Τὸ ἔ­τος 1749 γεν­νή­θη­κε ἐκεῖ ὁ Ἅ­γιος Νε­ο­μάρ­τυς Ἀ­θα­νά­σιος, κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο, ὅ­που ἡ Κου­λα­κιὰ λει­τουρ­γοῦ­σε, ὡς ἕδρα τοῦ ἐ­πι­σκό­που Καμ­πα­νί­ας καὶ σ᾽ αὐ­τὴν ἀρ­χι­ε­ρά­τευ­ε πι­στῶς καὶ εὐ­κλε­ῶς ὁ μα­θη­τὴς τοῦ Εὐ­γε­νί­ου Βουλγάρεως, ὁ λό­γιος Ἐ­πί­σκο­πος Θε­ό­φι­λος Πα­πα­φί­λης (1749-1795). Ὁ πα­τέ­ρας τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, Πο­λύ­χρους καὶ ἡ μη­τέ­ρα του Λου­λού­δα κα­τή­γον­το ἀ­πὸ γέ­νος ἐ­πι­φα­νές, ὁ δὲ πα­τέ­ρας του δι­ε­τέ­λε­σε προ­ε­στὼς τῆς Κου­λα­κιᾶς γιὰ πολ­λὰ χρό­νια. Καὶ οἱ δυ­ό τους ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι τῆς εὐ­λα­βεί­ας καὶ ἀ­νέ­στη­σαν τὸν Ἀ­θα­νά­σιο μέ­σα στὰ νά­μα­τα τῆς πί­στεως. Κα­τήρ­τισαν δὲ τὸν γιό τους μὲ τὸ κά­λλι­στον δυ­να­τὸν τῆς τό­τε παι­δεί­ας, ἀ­πο­στέλ­λον­τάς τον στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ σχο­λεῖ­ο στὴν Θεσ­σα­λο­νί­κη, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­δί­δα­σκε ὁ Ἅ­γιος Ἀ­θα­νά­σιος, ὁ Πά­ριος. Ἡ εὐ­φυί­α καὶ ἡ ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ μικροῦ Ἀ­θα­να­σί­ου αὔ­ξα­νε τὶς ἐ­πι­δό­σεις του, ἔ­τσι ὥ­στε με­τὰ τὴν πλή­ρω­σι τῶν μα­θη­μά­των δί­πλα στὸν μέ­γα δι­δά­σκα­λο τοῦ Γέ­νους, Ἅ­γιο Ἀ­θα­νά­σιο, νὰ ὁ­δη­γη­θῇ στὴν ἀ­να­ζή­τη­σι πε­ραι­τέ­ρω σπου­δῶν στὸ Ἅ­γιον Ὄ­ρος καὶ τὴν Ἀ­θω­νιά­δα Σχο­λή. Ἐ­κεῖ μα­θή­τευ­σε δί­πλα σὲ με­γά­λους δι­δα­σκά­λους με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων, ὁ ἐ­πι­φα­νὴς με­σο­λογ­γί­της Πα­να­γι­ώ­της Πα­λα­μᾶς καὶ ὁ με­γά­λος με­τσο­βί­της δι­δά­σκα­λος Νι­κό­λα­ος Τζαρ­τζού­λης, κο­ρυ­φαί­α μορ­φὴ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς δι­α­νο­ή­σε­ως. Κα­τό­πιν με­τέ­βη στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, ὅ­που συ­νε­δέ­θη μὲ τὸν μέλ­λον­τα Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Φι­λή­μο­να (1766 -1767). Γί­νε­ται κα­λὸς γνώ­στης ἐ­κτὸς τῆς τουρ­κι­κῆς καὶ τῆς ἀ­ρα­βι­κῆς γλώσ­σας. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ὁ πρό­ω­ρος καὶ αἰφ­νί­διος θά­να­τος τοῦ Πα­τριά­ρχου, μό­λις δύ­ο μῆ­νες με­τὰ τὴν ἐ­κλο­γή του, (ἐ­φη­μο­λο­γή­θη, χω­ρὶς νὰ ἀ­πο­δει­χθῇ, ὅ­τι ἐ­δη­λη­τη­ριά­σθη ἀ­πὸ τοὺς Κα­θο­λι­κούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­νερ­γοῦ­σαν τό­τε βί­αι­α, διὰ τῆς Οὐ­νί­ας, τὴν ἐ­νί­σχυ­σι τοῦ Κα­θο­λι­κι­σμοῦ στὴν Συ­ρί­α) συγ­κλό­νι­σαν τὸν νε­α­ρὸ Ἀ­θα­νά­σιο, ποὺ πλέ­ον, με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Πα­τριά­ρχου, ἐ­πι­στρέ­φει στὴν πα­τρί­δα του Κου­λα­κιά. Ἡ πλού­σια παι­δεί­α του καὶ ἡ σχέ­σι του μὲ προ­σω­πι­κό­τη­τες, ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν δυ­να­μι­κὰ στὰ ἱ­στο­ρι­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ δρώ­με­να τῆς ἐ­πο­χῆς ὄ­ξυ­ναν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ τὴν ἀ­να­ζή­τη­σί του γιὰ σχε­τι­κὲς εἰ­δή­σεις. Στὴν Κου­λα­κιὰ ὑ­πῆρ­χε ἕ­να βα­σι­λι­κὸ ἱπ­πο­στά­σιο, στὸ ὁ­ποῖ­ο κα­νεὶς μπο­ροῦ­σε νὰ λά­βῃ ἀ­πὸ τοὺς δι­ερ­χο­μέ­νους τα­ξι­δι­ῶ­τες τέ­τοι­ου εἴ­δους πλη­ρο­φο­ρί­ες. Ὁ νε­α­ρὸς Ἀ­θα­νά­σιος συ­χνά­ζον­τας ἐ­κεῖ, βρέ­θη­κε κά­πο­τε νὰ συ­νο­μι­λῇ μὲ κά­ποι­ον τοῦρ­κο ἐ­μί­ρη γιὰ θέ­μα­τα πί­στε­ως. Στὴν συ­ζή­τη­σί τους ὁ Ἀ­θα­νά­σιος τοῦ εἶ­πε: «ἡ δι­κή σας πί­στι ἐμ­πε­ρι­έ­χε­ται σ᾽ αὐ­τούς τοὺς λό­γους» καὶ ἀ­κο­λού­θως προ­έ­φε­ρε τὸ σα­λα­βά­τι, δη­λα­δὴ τὸ κεί­με­νο τῆς Μω­α­με­θα­νι­κῆς ὁ­μο­λο­γί­ας. Ὁ ἐ­μί­ρης κι­νού­με­νος ἀ­πὸ φθό­νο γι᾽ αὐ­τὸν τὸν λαμ­πρό, φω­τι­σμέ­νο καὶ μορ­φω­μέ­νο νέ­ο τῆς ρω­μι­ο­σύ­νης, ποὺ μπο­ροῦ­σε γνω­ρί­ζον­τας νὰ ἐ­πι­λέ­γει τὴν Ἀ­λή­θεια καὶ νὰ Τὴν δι­α­κη­ρύσ­σῃ, ἄ­δρα­ξε τὴν εὐ­και­ρί­α καὶ ζή­τη­σε τὴν κρά­τη­σί του ἀ­πὸ τὸν ἐ­πι­στά­τη τοῦ ἱπ­πο­στα­σί­ου μὲ τὴν αἰ­τι­ο­λο­γί­α, ὅ­τι ἔ­κα­νε δῆ­θεν διὰ τῆς ἐκ­φο­ρᾶς τῶν λέ­ξε­ων καὶ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς μω­α­με­θα­νι­κῆς πί­στεως. «Τέ­τοι­α παλ­λι­κά­ρια ἂν ἀ­φή­σου­με νὰ ἔ­χουν οἱ Ρω­μιοί, ἐ­ξευ­τε­λί­ζε­ται ἡ πί­στι μας καὶ πᾶ­με χα­μέ­νοι». Πράγ­μα­τι πη­γαί­νει ἄ­με­σα στὸν κρι­τὴ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ κα­ταγ­γέλ­λει τὸν Ἀ­θα­νά­σιο. Ὁ Νε­ο­μάρ­τυς στὴν δί­κη, ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε, δὲν στα­μα­τᾶ νὰ ὁ­μο­λογῇ τὴν χρι­στι­α­νι­κή του πί­στι, καὶ ὁ κρι­τὴς κατ᾽ ἀρ­χὰς τὸν δι­και­ώ­νει, ρω­τών­τας μά­λι­στα τὸν Τοῦρ­κο ἐ­μί­ρη: «θὰ σὲ κα­θι­στοῦ­σε χρι­στια­νὸ ἂν κι ἐ­σὺ μπο­ροῦ­σες νὰ πῇς, ὅ­τι ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ πί­στι ἐ­μπε­ρι­έ­χε­ται σ᾽ αὐ­τοὺς τοὺς λό­γους καὶ κα­τό­πιν νὰ τοὺς προ­φέ­ρῃς;» Ὁ φθό­νος τοῦ Τούρ­κου ἐ­μί­ρη δὲν κα­τα­σί­γα­σε, καὶ κί­νη­σε ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου τοὺς πα­ρόν­τες στὴν δί­κη Τούρ­κους ἀ­γά­δες, οἱ ὁ­ποῖ­οι πί­ε­σαν τὸν κρι­τή. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος πρῶ­τα μὲ κο­λα­κεῖ­ες καὶ κα­τό­πιν μὲ ἀ­πει­λὲς προ­έ­τρε­ψε τὸν Ἀ­θα­νά­σιο νὰ δε­χθῇ τὸν Μου­σουλ­μα­νι­σμό. Ἡ πί­στι στὸ Χρι­στὸ ὁ­μο­λο­γεῖ­ται σθε­να­ρὰ ἀ­πὸ τὸ εἰ­κο­σι­πεν­τά­χρο­νο ἅ­γιο παλ­λι­κά­ρι τῆς Ρω­μι­ο­σύ­νης ὡς ἡ αἰ­ω­νί­α, ἡ μό­νη Ἀ­λή­θεια, ποὺ γνω­ρί­ζει. Ὁ κρι­τὴς προ­σβλέ­πον­τας στὴν με­τα­στρο­φή του, τὸν ὁ­δη­γεῖ στὴν φυ­λα­κή. Με­τὰ ἀ­πὸ κά­ποι­ες ἡ­μέ­ρες ἐ­ξε­τά­ζε­ται καὶ πά­λι μὲ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα νὰ ἀρ­νη­θῇ τὴν πί­στι του στὸν Χρι­στὸ ἢ νὰ πε­θά­νῃ. Ὁ Ἀ­θα­νά­σιος, μὲ ἀλεῖπτες του τοὺς μεγάλους διδασκάλους τοῦ Γένους, εἶ­ναι ὄν­τως ἐ­λεύ­θε­ρος καὶ ἀ­δά­μα­στος ἀ­πέ­ναν­τι στὴν τούρ­κι­κη δυ­να­στεί­α καὶ σὲ κά­θε δυ­να­στεί­α. Χρι­στο­φό­ρος καὶ οὐ­ρα­νο­πο­λί­της ἀρ­νεῖ­ται τὸν μου­σουλ­μα­νι­σμό, τὸν ὄν­τως θά­να­το, ποὺ τοῦ προ­τεί­νουν καὶ κα­τα­δι­κά­ζε­ται. Τὸν κρέ­μα­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λι, ἀ­νή­με­ρα τῆς Πα­να­γί­ας, μὰ τοῦ ἀν­τρει­ω­μέ­νου ὁ θά­να­τος, θά­να­τος δὲν λο­γι­έ­ται. Τὸ ἀ­τί­μη­το καὶ ἱ­ε­ρό του σκῆ­νος συ­νε­λέ­γη πα­νευ­λα­βῶς καὶ ἐν­τα­φιά­σθη ἀ­πὸ τοὺς Χρι­στια­νοὺς στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς. Κι ἡ  Μά­να τοῦ Χρι­στοῦ, 8 Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1774, πῆ­ρε στὴν ἀγ­κα­λιά της αἰ­ώ­νια μα­ζί μὲ τὸν Υἱ­ό Της, τὸν Ἅ­γιο Νε­ο­μάρ­τυ­ρα Ἀ­θα­νά­σιο, τὸ κα­τα­κόκ­κι­νο ρό­δο τὴς Ρω­μι­ο­σύ­νης, αὐ­τὸν ποὺ μὲ τὸ αἷ­μα του, εἰς μί­μη­σιν τοῦ Χρι­στοῦ του, ἔ­σπει­ρε τὴν Ζω­ὴ καὶ πά­τη­σε τὸν θά­να­το τοῦ κό­σμου τού­του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου