Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

ΝΟΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ

ΝΟΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΩΤΙΑ ΤΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ

Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α δὲν εἶ­ναι πο­τὲ ἡ ἴ­δι­α. Ὄ­χι μό­νο γι­α­τὶ αὐ­τὴ κα­θ᾽ ἑ­αυ­τὴ ἡ συ­νά­ντη­σις μὲ τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι πά­ντο­τε φορ­τω­μέ­νη μ᾽ ἕ­να ἀ­πε­ρί­γρα­πτο συ­γκέ­ρα­σμα ἀϊ­δι­ό­τη­τος μα­ζὶ καὶ μο­να­δι­κό­τη­τος, ἀλ­λὰ καὶ γι­α­τὶ ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α καὶ ἀ­πὸ ἄ­πο­ψι τυ­πι­κοῦ σπα­νί­ως εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἡ ἴ­δι­α. Καὶ τοῦ­το κα­τορ­θώ­νε­ται, ἐ­πει­δὴ οἱ πα­ρά­με­τροι ἐ­κεῖ­νες, ποὺ θὰ κα­θο­ρί­σουν τὸ τί θὰ εἰ­πω­θῇ σὲ μι­ὰ Ἀ­κο­λου­θί­α τοῦ λα­τρευ­τι­κοῦ νυ­χθη­μέ­ρου τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας ἑ­νώ­νο­νται με­τα­ξύ τους χω­ρὶς νὰ χά­νουν οἱ ἴ­δι­ες τὴν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α τους. Τὰ «Μη­ναῖ­α» πο­ρεύ­ο­νται στὴν δι­κή τους μαρ­τυ­ρι­κὴ ἐ­τή­σι­α κα­τὰ μῆ­νες πο­ρεί­α. Δί­πλα τους ἡ Πα­ρα­κλη­τι­κὴ σι­γο­μουρ­μου­ρί­ζει τὰ μυ­στή­ρι­α τῆς ψυ­χῆς σὲ ὀ­κτὼ ξε­χω­ρι­στοὺς ἤ­χους, ἐ­νῶ κα­τὰ πε­ρι­ό­δους, εὐ­λα­βι­κὰ πα­ρα­χω­ρεῖ τὴν θέ­σι της στὴν βα­θει­ὰ με­τά­νοι­α τοῦ κλαμ­μέ­νου Τρι­ω­δί­ου ἢ στὴν ἀ­να­στά­σι­μη εὐ­φρο­σύ­νη τοῦ βι­βλί­ου τῶν Ρό­δων, τοῦ Πε­ντη­κο­στα­ρί­ου. Γι­ὰ νὰ μορ­φω­θῇ τὸ κάλ­λος τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας ἀ­παι­τεῖ­ται ἡ ἕνω­σις, ὁ συ­γκε­ρα­σμὸς τῶν δι­α­φο­ρε­τι­κῶν κα­τὰ τὶς πε­ρι­ό­δους βι­βλί­ων. Ἡ συ­νά­ντη­σις αὐ­τὴ σφρα­γί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν γεῦ­σι, ποὺ ἡ ἡ­μέ­ρα δί­νει στὰ πλαί­σι­α τοῦ ἑ­βδο­μα­δι­αί­ου ἑ­ορ­τα­στι­κοῦ κύ­κλου. Οἱ Ἄγ­γε­λοι ξε­πη­δοῦν φτε­ρω­τοὶ τὴν Δευ­τέ­ρα πα­ρα­χω­ρῶ­ντας τὴν θέ­σι τους στὸν Πρω­τάγ­γε­λο Πρό­δρο­μο τῆς Τρί­της. Ὁ Σταυ­ρός, τὸ κρα­ται­ὸ τρό­παι­ο, καὶ ἡ Κυρία Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κος κυ­ρι­αρ­χοῦν τὴν Τε­τάρ­τη καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ή, ἐ­νῶ ἡ Πέ­μπτη φω­τί­ζε­ται ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους καὶ τὸν τῆς ἱ­ε­ρω­σύ­νης Πα­νά­γι­ο Νι­κό­λα­ο. Τὸ Σάβ­βα­το οἱ Ἅ­γι­οι Πά­ντες μᾶς κοι­νω­νοῦν τὴν Χά­ρι καὶ τὴν δύ­να­μι τοῦ Χρι­στοῦ ἐν­δυ­να­μώ­νο­ντας τὴν ἐλ­πί­δα στὴν προ­σευ­χή μας γι­ὰ τοὺς κε­κοι­μη­μέ­νους, ἐ­νῶ βέ­βαι­α Κυ­ρι­α­κὴ Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη καὶ τὰ πά­ντα ἀλ­λοι­ώ­νο­νται στὸ φῶς τῆς Βα­σι­λεί­ας. Ἡ ἐ­μπει­ρί­α τοῦ ξε­χω­ρι­στοῦ καὶ μο­να­δι­κοῦ στὴν ἕ­νω­σι τό­σων πολ­λῶν πα­ρα­μέ­τρων κα­τορ­θώ­νει νὰ ἐπιδείξῃ  τὴ Χά­ρι τῆς συ­να­ντή­σε­ως, νὰ ἀ­πο­δώ­σῃ καὶ νὰ προ­σφέ­ρῃ τὴν ὡ­ραι­ό­τη­τα τῆς πο­λυ­ποι­κι­λί­ας στὴν ἄ­πει­ρη ἔκ­φρα­σι τοῦ Θε­οῦ. Καὶ αὐ­τὴ ἡ πο­λυ­ποι­κι­λί­α κα­τα­δει­κνύ­ε­ται πλου­τι­ζό­με­νη καὶ ἀ­πὸ ἕ­τε­ρη ποι­κι­λί­α, ὅ­ταν ἡ πολ­λα­πλό­τη­τα τῶν πα­ρα­μέ­τρων αὐ­ξά­νε­ται κα­ταρ­γού­με­νη. Δηλαδή, ὅταν ἕ­νας Ἅ­γι­ος τῶν Μη­ναί­ων, λα­μπρὸς ση­μαι­ο­φό­ρος, κά­πο­τε μπαί­νει κυ­ρί­αρ­χος καὶ κα­ταρ­γεῖ τὴν πα­ραλ­λη­λί­α τῶν πολ­λῶν βι­βλί­ων καὶ πα­ρα­μέ­τρων. Ξά­φνου προ­εόρ­τι­α μι­ᾶς λα­μπρᾶς ὑ­πο­δο­χῆς ἐ­ξαγ­γέ­λλο­νται. Ὁ Δε­σπό­της ἢ ἡ Βα­σί­λισ­σα φθά­νουν. Τὸ πα­νη­γύ­ρι λα­μπρὸ φαί­νει μό­νο του, ἀ­φή­νο­ντας τὸν ἀ­πό­η­χό του καὶ στὰ με­θέ­ορ­τα. Μπαί­νο­ντας στὴν Ἀ­κο­λου­θί­α, δι­α­μορ­φω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν θε­ο­φό­ρο Πα­ρά­δο­σι τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων μας, εἰ­σο­δεύ­ου­με στὸ πε­ρι­βό­λι τῆς Πα­ρά­δει­σος. Ἐ­κεῖ τὰ χι­λι­ό­λο­γα ἄν­θη εὐ­ω­δι­ά­ζουν τὸ ζω­η­ρὸν καὶ ἀ­κένω­τον τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πει­ρο­ποί­κι­λον μῦ­ρον. Ἡ ψυ­χὴ μπο­ρεῖ τό­τε καὶ ἀ­κου­μπᾶ τὰ βά­θη καὶ τὰ εὔ­ρη της σὰν νό­τες, κά­θε φο­ρὰ ἄλ­λες, στὸ πεν­τά­γραμ­μο τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας, κα­θὼς ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α δύ­να­ται ἀ­πὸ τὴν φύ­σι τῆς πο­λυ­ποι­κι­λί­ας της, νὰ ση­κώ­σῃ, νὰ μορ­φώ­σῃ καὶ νὰ θε­ρα­πεύ­σῃ τὸ βά­θος τῆς ψυ­χῆς ἐ­κεί­νης, ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ τὴν Ἀ­κο­λου­θί­α, συν­θέ­τον­τας γιὰ χά­ρι της ἕ­να κα­θη­με­ρι­νό, ξε­χω­ρι­στὸ καὶ σω­τή­ριο μου­σι­κὸ κομ­μά­τι. Δη­λα­δή, στὴν μο­να­δι­κό­τη­τα τῆς ἤ­δη πο­λυ­ποί­κι­λα μορ­φο­ποι­η­μέ­νης Ἀ­κο­λου­θί­ας συ­νερ­γεῖ ὡς πα­ρά­γον­τας δι­α­μόρ­φω­σης ὁ ἑ­κά­στο­τε ἀ­πο­δέ­κτης, ὁ ὁ­ποῖ­ος στὰ νο­ή­μα­τά της ἀ­κουμ­πᾶ τὰ νο­ή­μα­τα τῆς ὀ­δυ­νω­μέ­νης κα­θη­με­ρι­νό­τη­τός του κι ἀ­πὸ τὶς πη­γές της ἀρ­δεύ­ει τὴν γῆ τῆς ἀ­γω­νί­ας του. Παι­α­νί­ζον­τας μα­ζί της ἐλ­πι­δο­φό­ρα πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό, δρέ­πει τοὺς καρ­ποὺς τῆς σω­τη­ρί­ας του. Ἐ­κεῖ τὸν πε­ρι­μέ­νει ἡ μό­νη ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Πα­τέ­ρα μὲ ἀ­νοι­χτοὺς τοὺς κόλ­πους Του νὰ τὸν θω­πεύ­σῃ γλυ­κά, νὰ τὸν πα­ρη­γο­ρή­σῃ, νὰ τὸν ἐν­δυ­να­μώ­σῃ καὶ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σῃ. Τό­τε ὁ δί­και­ος ἀ­πὸ ἀ­κο­ῆς πο­νη­ρᾶς οὐ φο­βη­θή­σε­ται. Βε­βυ­θι­σμέ­νος ὑ­πάρ­χων ἐξ ἀ­πο­γνώ­σε­ως, καὶ πο­νη­ρί­ας πλή­ρης, λο­γι­σμῶν ἐ­ναν­τί­ων, πρὸς σέ μου τὰς ἐλ­πί­δας, Λό­γε Θε­οῦ, ἀ­νε­θέ­μην ὁ ἄ­θλιος· ἀ­πὸ ἐ­χθρῶν ἀ­ο­ρά­των καὶ ὁ­ρα­τῶν, ἐ­πι­θέ­σε­ώς με λύ­τρω­σαι. Δευ­τέ­ρα στὸν Ἑ­σπε­ρι­νό, Κα­τα­νυ­κτι­κὰ Στι­χη­ρὰ σὲ ἦ­χο Α­’ ἀ­πὸ τὴν Πα­ρα­κλη­τι­κὴ καὶ δί­πλα πα­ρα­στέ­κει ἐν­θαρ­ρυν­τι­κὸς καὶ προ­τρε­πτι­κὸς Ὅ­σιος πα­τήρ, τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος τῆς ὑ­πὲρ νοῦν ὀ­ρε­γό­με­νος. Ἡ ἔ­ξυ­πνη εὐ­φυ­ΐ­α ἀ­πὸ και­ρὸ ἔ­χει φα­νεῖ λι­γο­στή. Ἡ δυ­να­τή ἰ­σχὺς ἀ­πὸ και­ρὸ ἔ­χει ἀ­πο­δει­χθεῖ ἀ­δύ­να­μη, ὁ­ πλοῦ­τος πά­μπτω­χος καὶ τὰ αἰ­σθη­τή­ρι­α ἀ­πὸ και­ρὸ ἀ­νε­παρ­κῆ. Κα­τα­θέ­τω στὴ ζω­ή μου, ὅ,­τι κα­τα­νο­ῶ καὶ ὅ,­τι δύ­να­μαι, ἀ­ξε­δί­ψα­στα ἐκ­ζη­τῶ­ντας τὸ ὑ­πὲρ νοῦν καὶ δύ­να­μιν, τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος τῆς ὑ­πὲρ νοῦν ὀ­ρε­γό­με­νος. Πῶς; Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α συ­νε­χί­ζε­ται δί­νο­ντας τὶς δι­κές της αἰ­ώ­νι­ες καὶ μυ­στι­κὲς ἀ­πα­ντή­σεις. Τὸ Ψαλ­τή­ρι πα­ρεμ­βάλ­λε­ται ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ τῶν τρό­πων τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς: Ὁ δί­και­ος ἀ­πὸ ἀ­κο­ῆς πο­νη­ρᾶς οὐ φο­βη­θή­σε­ται. Πῶς οὐ φο­βηθή­σε­ται ἀ­πὸ τῆς ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ πο­νη­ρᾶς ἀ­κο­ῆς; Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ συνέχει τὴν ἀκολουθία καὶ χαρίζει στὴν πολυποικιλία τὴν ἑνότητα.  Καὶ τὸ στι­χη­ρὸ τοῦ Μη­ναί­ου συμπληρώνει μυστικὰ τὴν ἀπάντησι στὸ «πῶς;»: ἐ­λο­γί­σω θε­σπέ­σι­ε τρυ­φὴν τὴν ἐ­γκρά­τει­αν, τὴν πτω­χεί­αν πλοῦ­τον, τὴν ἀ­κτη­μο­σύ­νην πε­ρι­ου­σί­αν ἀ­λη­θῆ καὶ εὐ­δο­ξί­αν τὴν με­τρι­ό­τη­τα· δι­ὸ καὶ τῆς ἐ­φέ­σε­ως τῆς κα­τὰ γνώ­μην ἐ­πέ­τυ­χες ἐν σκη­ναῖς αὐ­λι­ζό­με­νος τῶν Ἁ­γί­ων.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΕΟΝ ΘΕΟΥ ΜΑΛΛΟΝ Η ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΕΟΝ

Ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε καὶ Μνη­μο­νευ­τέ­ον Θε­οῦ μᾶλ­λον ἢ ἀ­να­πνευ­στέ­ον˙ καί, οἷ­ον τε τοῦ­το εἰ­πεῖν, μη­δὲν ἄλ­λον ἢ τοῦ­το ...