Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Διήγημα :
"Τὸ Μυστικὸ τῆς Χρυσοκουμαριᾶς"
Ἡ
Ἄννα ξαναβρῆκε τὸ κλεμμένο της χαμόγελο. Τὰ ἀντίφωνα ψάλλονταν χαρούμενα:
Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ
Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.
Ὁ θούριος τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ζωῆς
παιάνιζε πάλι καὶ πάλι.
Χριστὸς Ἀνέστη καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.
Στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἔσβησαν
πιὰ τὰ ἠλεκτρικὰ φῶτα καὶ στὴν γλυκειὰ φωτοχυσία τῶν καντηλιῶν καὶ
τῶν λαμπάδων, οἱ λιγοστοὶ πιστοὶ ζοῦσαν τὴν μυσταγωγία τοῦ ἀρχινισμένου
μυστηρίου.
Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Κι ἡ γῆ μεταμορφωνόταν σὲ οὐρανό.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁϊ-Δημήτρη στὸ Κουμαροχώρι, ἔπαψε νὰ ἐξαρτᾷ τὸ πλήρωμά
της ἀπὸ τὸ νῦν καὶ ξάφνου μεταμορφώθηκε καταπληκτικὰ σὲ ἀεί, ἀχώρητα
καὶ ἄχρονα. Ἡ μεγαλειώδης ἱερουργία γέμισε παρουσίες. Ἡ Μοναχὴ
Χρυσοστόμη μὲ τὶς γεροντικὲς βαθειὲς ρυτίδες ἀλλοιώθηκε ἀπὸ μία
τρυφερὴ παιδικὴ χαρά. Μποροῦσε τώρα νὰ βρίσκῃ τοὺς πολυαγαπημένους
σὲ μιὰ ἑνότητα, ποὺ τὴν χάριζε ὁ Δυνατὸς Θεὸς καὶ ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε
τραγικὰ νὰ τῆς τὴν ἀποστερήσῃ. Ὁ ἀναστημένος
Χριστὸς προσφερόταν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον. «Καὶ ἐθεασάμεθα
τὴν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ
ἀληθείας». Ἡ ἀδελφὴ Χρυσοστόμη προχωροῦσε γιὰ τὴν Πύλη τὴν Ὡραία.
Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε.
Τίποτα γήϊνο δὲν μόλευε ἐκείνη τὴν
στιγμὴ τὴν ἁγία, ποὺ κυμάτιζε τὰ βήματα παράξενα πιασμένα σ᾽ ἕναν
αἰώνιο, οὐράνιο χορό. Ὁ Γέρων Παΐσιος
πύρινος, ἅπλωνε τὴν λαβίδα.
Μεταλαμβάνει ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Χρυσοστόμη Μοναχή,
σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Σύγκρασι καὶ ἀνάπλασι. Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ἄχρονοι ἐξ Ἀχρόνου, ἀχώρητοι ἐξ Ἀχωρήτου, φῶς ἐκ Φωτὸς καὶ ἔρως ἐξ Ἔρωτος. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἁϊ-Δημήτρης στὸ Κουμαροχώρι, ποὺ γινόταν ξαφνικὰ καὶ ὁ Ἁϊ-Γιώργης τῆς Καππαδοκίας. Μιὰ αἰγαιοπελαγίτικη αὔρα ἕνωνε τοὺς τόπους πιὸ πέρα ἀπὸ τοὺς τόπους καὶ τοὺς χρόνους πιὸ μακρυὰ ἀπ’ τοὺς χρόνους. Ἡ Ἀδελφὴ Χρυσοστόμη βημάτιζε σταθερὰ Χριστοφλεγόμενη μὲ τὴν λαμπάδα πύρινη στὰ νερὰ τῆς Κρήνης μὲ ρότα πρὸς τὴν Χίο. Κάθισε στὸ στασίδι της καὶ στήριξε στὸ μπράτσο του τὸ ἀπομεινάρι τῆς παλαιᾶς κέρινης φωτοχυσίας. Τὸ πρόσωπό της ἦταν ἀστραπή, ὅλο λάμψι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου