Ἵνα ἰσχύσῃς πρὸς ἀρετὴν εὐχερέστερον φθᾶσαι, ὑποδείγματά σοι πρὸς μίμησιν ἔστωσαν οἱ βίοι τῶν Ἁγίων. (Πρβ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, Πρὸς Κάστορα, PG 28, 869)
Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022
Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022
"Δύο Ἱστορίες": Τρελλοϊωνᾶς, ὁ κοκκινολαίμης -Ἀπόσπασμα
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Διήγημα :
Τρελλοϊωνᾶς, ὁ κοκκινολαίμης
Ὁ Ἰωνᾶς κρατοῦσε τώρα, πιὸ πολὺ ἀπὸ στοργικά, λατρευτικά, τὸ ἅγιο ἐκεῖνο λείψανο· κρατοῦσε πεσμένο στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Γέροντός του καὶ ἔκλαιγε· ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητος. Ἦταν λοιπὸν μόνος; Μόνος αὐτὸς μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἐπάνω στοὺς βράχους, στὸ ὅριο τῆς θαλάσσης;
Ξημέρωνε,
κι ὁ οὐρανὸς γέμισε χρυσοπόρφυρα ἀναστάσιμα στολίδια. Γέμισε κι ἡ
ψυχὴ τοῦ Ἰωνᾶ. Ἡ καρδιά του εἶχε ριζώσει στὸν οὐρανὸ τοῦ Γέροντός του,
κι ὅσο πιὸ σφιχτὰ ἀγκάλιαζε τὸ ἅγιο ἐκεῖνο σκήνωμα, τόσο ἔνοιωθε καὶ
καταλάβαινε, πὼς ὁ Γέροντας δὲν ἔφυγε, παρὰ μεταβέβηκε. Ὁ ἥλιος χτύπησε
τὶς πρῶτες χρυσὲς ἀκτίνες του στὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ, κι ἐκεῖνες ἀργόσυρτα
τρύπωσαν στὸ δωμάτιο. Χάϊδεψαν τὴ στιγμὴ ἐκείνη τοῦ θανάτου, ποὺ μοσχοβολοῦσε
τὴν ὄντως ζωή.
Ὁ Ἰωνᾶς σηκώθηκε, κι ἄρχισε νὰ τακτοποιῇ
προσεκτικὰ τὸ σκήνωμα. Μικρὲς σεμνές, λεπτὲς κινήσεις ἀνακατεμένες
μὲ πόνο, ἀλλὰ καὶ μ᾽ ἐλπίδα, δάκρυζαν τὴν ὥρα, καὶ θύμιαζαν μὲ πολλὴ
στοργὴ καὶ πολὺ σεβασμὸ τὸ τυλιγμένο στὸ ράσο του γεροντικὸ λείψανο.
Ἕνας θόρυβος ἀπροσδόκητος ἀπὸ ἄτακτα φτερουγίσματα, μαζὶ καὶ μ᾽ ἕνα
ἐπίμονο χτύπημα στὸ τζάμι ἔκαναν τὸν Ἰωνᾶ νὰ σηκώσῃ τὸ βυθισμένο
στὴν προσευχὴ κεφάλι του, καὶ νὰ πρωτοκοιτάξῃ τότε, μὲ τὰ βρεγμένα
μάτια του, ἕνα κοκκινολαίμικο πουλάκι στὸ πρεβάζι, ποὺ φτερουγοῦσε
χαρούμενα. Κάτι σὰν νὰ τοῦ ᾽λεγε ἐκεῖνο τὸ φτερούγισμα! Εἶπε ὅμως:
«ἰδέα μου εἶναι» καὶ ξαναβύθισε τὸν νοῦ του στὴν καρδιά του, ποὺ ἦταν καὶ
καρδιὰ τοῦ κεκοιμημένου του πατέρα.
Σὲ λίγο ἀνασηκώθηκε. Ἔπρεπε νὰ φύγῃ γιὰ τὸ πλησιέστερο
κελλί· νὰ φωνάξῃ τὸν παπᾶ γιὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία. Ἔβαλε μετάνοια,
ἀσπάστηκε τὸ χέρι τοῦ Γέροντός του καὶ τοῦ εἶπε, ὅπως κι ὅταν ζοῦσε:
Γέροντα τὴν εὐχή Σου, νὰ πάω νὰ φέρω
τὸν παπᾶ.
Κοντοστάθηκε ἀμήχανος, ποὺ δὲν ἔπαιρνε
ἀπάντησι.
Γέροντα, ξαναεῖπε, τὴν εὐχή Σου, κι
ἕνα κλάμα πνιχτὸ ἀνέβηκε στὰ χείλη του.
"Δύο Ἱστορίες": Τὸ Μυστικὸ τῆς Χρυσοκουμαριᾶς -Ἀπόσπασμα
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Διήγημα :
"Τὸ Μυστικὸ τῆς Χρυσοκουμαριᾶς"
Ἡ
Ἄννα ξαναβρῆκε τὸ κλεμμένο της χαμόγελο. Τὰ ἀντίφωνα ψάλλονταν χαρούμενα:
Αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ
Κύριος, ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ.
Ὁ θούριος τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Ζωῆς
παιάνιζε πάλι καὶ πάλι.
Χριστὸς Ἀνέστη καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος.
Στὴν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἔσβησαν
πιὰ τὰ ἠλεκτρικὰ φῶτα καὶ στὴν γλυκειὰ φωτοχυσία τῶν καντηλιῶν καὶ
τῶν λαμπάδων, οἱ λιγοστοὶ πιστοὶ ζοῦσαν τὴν μυσταγωγία τοῦ ἀρχινισμένου
μυστηρίου.
Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε.
Κι ἡ γῆ μεταμορφωνόταν σὲ οὐρανό.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἁϊ-Δημήτρη στὸ Κουμαροχώρι, ἔπαψε νὰ ἐξαρτᾷ τὸ πλήρωμά
της ἀπὸ τὸ νῦν καὶ ξάφνου μεταμορφώθηκε καταπληκτικὰ σὲ ἀεί, ἀχώρητα
καὶ ἄχρονα. Ἡ μεγαλειώδης ἱερουργία γέμισε παρουσίες. Ἡ Μοναχὴ
Χρυσοστόμη μὲ τὶς γεροντικὲς βαθειὲς ρυτίδες ἀλλοιώθηκε ἀπὸ μία
τρυφερὴ παιδικὴ χαρά. Μποροῦσε τώρα νὰ βρίσκῃ τοὺς πολυαγαπημένους
σὲ μιὰ ἑνότητα, ποὺ τὴν χάριζε ὁ Δυνατὸς Θεὸς καὶ ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε
τραγικὰ νὰ τῆς τὴν ἀποστερήσῃ. Ὁ ἀναστημένος
Χριστὸς προσφερόταν εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον. «Καὶ ἐθεασάμεθα
τὴν δόξαν Αὐτοῦ, δόξαν ὡς Μονογενοῦς παρὰ Πατρός, πλήρης χάριτος καὶ
ἀληθείας». Ἡ ἀδελφὴ Χρυσοστόμη προχωροῦσε γιὰ τὴν Πύλη τὴν Ὡραία.
Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε, πηγῆς ἀθανάτου γεύσασθε.
Τίποτα γήϊνο δὲν μόλευε ἐκείνη τὴν
στιγμὴ τὴν ἁγία, ποὺ κυμάτιζε τὰ βήματα παράξενα πιασμένα σ᾽ ἕναν
αἰώνιο, οὐράνιο χορό. Ὁ Γέρων Παΐσιος
πύρινος, ἅπλωνε τὴν λαβίδα.
Μεταλαμβάνει ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ Χρυσοστόμη Μοναχή,
σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Σύγκρασι καὶ ἀνάπλασι. Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τὸν Βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ἄχρονοι ἐξ Ἀχρόνου, ἀχώρητοι ἐξ Ἀχωρήτου, φῶς ἐκ Φωτὸς καὶ ἔρως ἐξ Ἔρωτος. Ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἁϊ-Δημήτρης στὸ Κουμαροχώρι, ποὺ γινόταν ξαφνικὰ καὶ ὁ Ἁϊ-Γιώργης τῆς Καππαδοκίας. Μιὰ αἰγαιοπελαγίτικη αὔρα ἕνωνε τοὺς τόπους πιὸ πέρα ἀπὸ τοὺς τόπους καὶ τοὺς χρόνους πιὸ μακρυὰ ἀπ’ τοὺς χρόνους. Ἡ Ἀδελφὴ Χρυσοστόμη βημάτιζε σταθερὰ Χριστοφλεγόμενη μὲ τὴν λαμπάδα πύρινη στὰ νερὰ τῆς Κρήνης μὲ ρότα πρὸς τὴν Χίο. Κάθισε στὸ στασίδι της καὶ στήριξε στὸ μπράτσο του τὸ ἀπομεινάρι τῆς παλαιᾶς κέρινης φωτοχυσίας. Τὸ πρόσωπό της ἦταν ἀστραπή, ὅλο λάμψι.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΕΟΝ ΘΕΟΥ ΜΑΛΛΟΝ Η ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΕΟΝ
Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε καὶ Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον˙ καί, οἷον τε τοῦτο εἰπεῖν, μηδὲν ἄλλον ἢ τοῦτο ...
-
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Διήγημα : "Τὸ Μυστικὸ τῆς Χρυσοκουμαριᾶς" Ἡ Ἄννα ξαναβρῆκε τὸ κλεμμένο της χαμόγελο. Τὰ ἀντίφωνα ψ...