Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Διήγημα :
Τρελλοϊωνᾶς, ὁ κοκκινολαίμης
Ὁ Ἰωνᾶς κρατοῦσε τώρα, πιὸ πολὺ ἀπὸ στοργικά, λατρευτικά, τὸ ἅγιο ἐκεῖνο λείψανο· κρατοῦσε πεσμένο στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Γέροντός του καὶ ἔκλαιγε· ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητος. Ἦταν λοιπὸν μόνος; Μόνος αὐτὸς μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ἐπάνω στοὺς βράχους, στὸ ὅριο τῆς θαλάσσης;
Ξημέρωνε,
κι ὁ οὐρανὸς γέμισε χρυσοπόρφυρα ἀναστάσιμα στολίδια. Γέμισε κι ἡ
ψυχὴ τοῦ Ἰωνᾶ. Ἡ καρδιά του εἶχε ριζώσει στὸν οὐρανὸ τοῦ Γέροντός του,
κι ὅσο πιὸ σφιχτὰ ἀγκάλιαζε τὸ ἅγιο ἐκεῖνο σκήνωμα, τόσο ἔνοιωθε καὶ
καταλάβαινε, πὼς ὁ Γέροντας δὲν ἔφυγε, παρὰ μεταβέβηκε. Ὁ ἥλιος χτύπησε
τὶς πρῶτες χρυσὲς ἀκτίνες του στὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ, κι ἐκεῖνες ἀργόσυρτα
τρύπωσαν στὸ δωμάτιο. Χάϊδεψαν τὴ στιγμὴ ἐκείνη τοῦ θανάτου, ποὺ μοσχοβολοῦσε
τὴν ὄντως ζωή.
Ὁ Ἰωνᾶς σηκώθηκε, κι ἄρχισε νὰ τακτοποιῇ
προσεκτικὰ τὸ σκήνωμα. Μικρὲς σεμνές, λεπτὲς κινήσεις ἀνακατεμένες
μὲ πόνο, ἀλλὰ καὶ μ᾽ ἐλπίδα, δάκρυζαν τὴν ὥρα, καὶ θύμιαζαν μὲ πολλὴ
στοργὴ καὶ πολὺ σεβασμὸ τὸ τυλιγμένο στὸ ράσο του γεροντικὸ λείψανο.
Ἕνας θόρυβος ἀπροσδόκητος ἀπὸ ἄτακτα φτερουγίσματα, μαζὶ καὶ μ᾽ ἕνα
ἐπίμονο χτύπημα στὸ τζάμι ἔκαναν τὸν Ἰωνᾶ νὰ σηκώσῃ τὸ βυθισμένο
στὴν προσευχὴ κεφάλι του, καὶ νὰ πρωτοκοιτάξῃ τότε, μὲ τὰ βρεγμένα
μάτια του, ἕνα κοκκινολαίμικο πουλάκι στὸ πρεβάζι, ποὺ φτερουγοῦσε
χαρούμενα. Κάτι σὰν νὰ τοῦ ᾽λεγε ἐκεῖνο τὸ φτερούγισμα! Εἶπε ὅμως:
«ἰδέα μου εἶναι» καὶ ξαναβύθισε τὸν νοῦ του στὴν καρδιά του, ποὺ ἦταν καὶ
καρδιὰ τοῦ κεκοιμημένου του πατέρα.
Σὲ λίγο ἀνασηκώθηκε. Ἔπρεπε νὰ φύγῃ γιὰ τὸ πλησιέστερο
κελλί· νὰ φωνάξῃ τὸν παπᾶ γιὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία. Ἔβαλε μετάνοια,
ἀσπάστηκε τὸ χέρι τοῦ Γέροντός του καὶ τοῦ εἶπε, ὅπως κι ὅταν ζοῦσε:
Γέροντα τὴν εὐχή Σου, νὰ πάω νὰ φέρω
τὸν παπᾶ.
Κοντοστάθηκε ἀμήχανος, ποὺ δὲν ἔπαιρνε
ἀπάντησι.
Γέροντα, ξαναεῖπε, τὴν εὐχή Σου, κι
ἕνα κλάμα πνιχτὸ ἀνέβηκε στὰ χείλη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου