Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022

"Δύο Ἱστορίες": Τρελλοϊωνᾶς, ὁ κοκκινολαίμης -Ἀπόσπασμα

 Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ Διήγημα : 

Τρελλοϊωνᾶς, ὁ κοκκινολαίμης 


 Ὁ Ἰ­ω­νᾶς κρα­τοῦ­σε τώ­ρα, πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ στορ­γι­κά, λα­τρευ­τι­κά, τὸ ἅ­γιο ἐ­κεῖ­νο λε­ί­ψα­νο· κρα­τοῦ­σε πε­σμέ­νο στὸ στῆ­θος του τὸ κε­φά­λι τοῦ Γέροντός του καὶ ἔ­κλαι­γε· ἔ­κλαι­γε ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος. Ἦ­ταν λοι­πὸν μό­νος; Μόνος αὐ­τὸς με­τα­ξὺ οὐ­ρα­νοῦ καὶ γῆς, ἐ­πά­νω στοὺς βρά­χους, στὸ ὅ­ριο τῆς θα­λάσ­σης;

   Ξη­μέ­ρω­νε, κι ὁ οὐ­ρα­νὸς γέ­μι­σε χρυ­σο­πόρ­φυ­ρα ἀ­να­στά­σι­μα στο­λί­δια. Γέμισε κι ἡ ψυ­χὴ τοῦ Ἰ­ω­νᾶ. Ἡ καρ­διά του εἶ­χε ρι­ζώ­σει στὸν οὐ­ρα­νὸ τοῦ Γέροντός του, κι ὅ­σο πιὸ σφι­χτὰ ἀγ­κά­λια­ζε τὸ ἅ­γιο ἐ­κεῖ­νο σκή­νω­μα, τό­σο ἔ­νοι­ω­θε καὶ κα­τα­λά­βαι­νε, πὼς ὁ Γέροντας δὲν ἔ­φυ­γε, πα­ρὰ με­τα­βέ­βη­κε. Ὁ ἥ­λιος χτύ­πη­σε τὶς πρῶ­τες χρυ­σὲς ἀ­κτί­νες του στὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ κελ­λιοῦ, κι ἐ­κεῖ­νες ἀρ­γό­συρ­τα τρύ­πω­σαν στὸ δω­μά­τιο. Χάϊδεψαν τὴ στιγ­μὴ ἐ­κε­ί­νη τοῦ θα­νά­του, ποὺ μο­σχο­βο­λοῦ­σε τὴν ὄν­τως ζωή.

          Ὁ Ἰ­ω­νᾶς ση­κώ­θη­κε, κι ἄρ­χι­σε νὰ τα­κτο­ποι­ῇ προ­σε­κτι­κὰ τὸ σκή­νω­μα. Μι­κρὲς σε­μνές, λε­πτὲς κι­νή­σεις ἀ­να­κα­τε­μέ­νες μὲ πό­νο, ἀλ­λὰ καὶ μ᾽ ἐλ­πί­δα, δά­κρυ­ζαν τὴν ὥ­ρα, καὶ θύ­μια­ζαν μὲ πολ­λὴ στορ­γὴ καὶ πο­λὺ σε­βα­σμὸ τὸ τυ­λιγ­μέ­νο στὸ ρά­σο του γε­ρον­τι­κὸ λε­ί­ψα­νο. Ἕ­νας θό­ρυ­βος ἀ­προσ­δό­κη­τος ἀ­πὸ ἄ­τα­κτα φτε­ρου­γί­σμα­τα, μα­ζὶ καὶ μ᾽ ἕ­να ἐ­πί­μο­νο χτύ­πη­μα στὸ τζά­μι ἔ­κα­ναν τὸν Ἰ­ω­νᾶ νὰ ση­κώ­σῃ τὸ βυ­θι­σμέ­νο στὴν προ­σευ­χὴ κε­φά­λι του, καὶ νὰ πρω­το­κοι­τά­ξῃ τό­τε, μὲ τὰ βρεγ­μέ­να μά­τια του, ἕ­να κοκ­κι­νο­λα­ί­μι­κο που­λά­κι στὸ πρε­βά­ζι, ποὺ φτε­ρου­γοῦ­σε χα­ρο­ύ­με­να. Κάτι σὰν νὰ τοῦ ᾽λε­γε ἐ­κεῖ­νο τὸ φτε­ρο­ύ­γι­σμα! Εἶ­πε ὅ­μως: «ἰ­δέ­α μου εἶ­ναι» καὶ ξα­να­βύ­θι­σε τὸν νοῦ του στὴν καρ­διά του, ποὺ ἦ­ταν καὶ καρ­διὰ τοῦ κε­κοι­μη­μέ­νου του πα­τέ­ρα.

Σὲ λί­γο ἀ­να­ση­κώ­θη­κε. Ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γῃ γιὰ τὸ πλη­σι­έ­στε­ρο κελ­λί· νὰ φω­νά­ξῃ τὸν πα­πᾶ γιὰ τὴν ἐ­ξό­διο ἀ­κο­λου­θία. Ἔ­βα­λε με­τά­νοι­α, ἀ­σπά­στη­κε τὸ χέ­ρι τοῦ Γέροντός του καὶ τοῦ εἶ­πε, ὅ­πως κι ὅ­ταν ζοῦ­σε:

Γέροντα τὴν εὐ­χή Σου, νὰ πά­ω νὰ φέ­ρω τὸν πα­πᾶ.

Κον­το­στά­θη­κε ἀ­μή­χα­νος, ποὺ δὲν ἔ­παιρ­νε ἀ­πάν­τη­σι.

Γέροντα, ξα­να­εῖ­πε, τὴν εὐ­χή Σου, κι ἕ­να κλά­μα πνι­χτὸ ἀ­νέ­βη­κε στὰ χε­ί­λη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΕΟΝ ΘΕΟΥ ΜΑΛΛΟΝ Η ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΕΟΝ

Ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε καὶ Μνη­μο­νευ­τέ­ον Θε­οῦ μᾶλ­λον ἢ ἀ­να­πνευ­στέ­ον˙ καί, οἷ­ον τε τοῦ­το εἰ­πεῖν, μη­δὲν ἄλ­λον ἢ τοῦ­το ...