Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Ο ΝΕΟΣ

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΕΛΕΤΙΟΣ, Ο ΝΕΟΣ

            Ὁ Ὅσιος Μελέτιος εἶναι μιὰ ἐξέχουσα μοναχικὴ προσωπικότητα, ἡ ὁποία στηλογράφησε μὲ τὸ ἀσκητικό της ὑπόδειγμα τὸν μοναχισμὸ τοῦ  11ου αἰῶνος, ἱδρύοντας μοναστικὲς κοινότητες ὑπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἀκριβοῦς ἀσκήσεως σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἕως καὶ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πνευματική του δρᾶσι ἐπηρέασε καταλυτικὰ καὶ ἀναμόρφωσε πνευματικῶς τὴν Ἑλλάδα  κατὰ τὴν χρονικὴ περίοδο πρὶν τὶς νορμανδικὲς ἐπιδρομὲς (1081 -1085). Ἡ ἐν Χριστῷ πτωχεία, ἡ ἐγκράτεια μὲ κυρίαρχο γνώμονα τὴν δοξολογικὴ χρῆσι αὐστηρῶς μόνο τῶν ἀναγκαίων, ἡ ἐπικέντρωσι τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος στὶς ἡσυχαστικὲς ἐπιλογὲς τῆς ἀσκήσεως, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νήψεως, ὑπῆρξαν οἱ βιωμένες ἐπιλογὲς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς του καὶ οἱ παρακαταθῆκες του στὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν του.
            Γεννήθηκε τὸ 1035 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Γονεῖς του ὁ Ἰωάννης καὶ ἡ Σοφία, ἄνθρωποι ἐνάρετοι, διαπαιδαγώγησαν τὸν γιό τους μὲ τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας. Ὅταν ἔφθασε στὴν ὁρισμένη ἡλικία τὸν ἔστειλαν στὸ σχολεῖο, ἀλλὰ παρουσίασε δυσκολία στὴν κατανόησι τῶν μαθημάτων. Ἔχοντας τὸν ζῆλο τῆς μαθήσεως καὶ τὴν πίστι του στὸν Θεό, προσευχήθηκε ζητώντας τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως. Πῆγε στὴν ἐκκλησία, πρὶν τὴν ἔναρξι τῆς θείας λειτουργίας, καὶ στάθηκε γονατιστὸς κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, στὸ πίσω μέρος. Βγαίνοντας ἀπὸ ἐκείνη τὴν θεία λειτουργία, ἔμαθε ἀπὸ στήθους τὴν β΄ ὠδὴ τοῦ προφήτου Μωϋσέως μετὰ ἀπὸ μία καὶ μόνη ἀνάγνωσί της. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν εἶχε ἐπισκιάσει. Τώρα μποροῦσε νὰ κατανοῇ καὶ νὰ μαθαίνῃ. Ἔκτοτε ὁ Ὅσιος ἐντρυφᾶ μὲ ἔνθεο ζῆλο στὶς θεῖες γραφές, ἐντάσσοντας στὴν ἐν Χριστῷ ζωή του, ὡς ἀσκητικὴ πρᾶξι, τὴν μελέτη.   
Μεγάλωνε ὁ μικρὸς Μελέτιος καλλιεργούμενος καὶ ἀναπτυσσόμενος μὲ τὰ χαριτόβρυτα νάματα τῆς πίστεως καὶ τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ γονεῖς του ἐπιθυμοῦσαν τοὺς γάμους του, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶχε πυρποληθεῖ ἀπὸ θεῖο ἔρωτα καὶ ἀποφάσισε τὴν ἀφιέρωσί του. Πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ μετὰ τρία ἔτη δοκιμασίας ἐκάρη Μοναχός. Ἐντρυφώντας στὴν ζωὴ τοῦ κοινοβίου καὶ διακρινόμενος μεταξὺ τῶν συμμοναστῶν του, ἐπεθύμησε τὰ ὑψηλότερα μαθήματα τῆς ἐρήμου. Φεύγει ἀπὸ τὸ κοινόβιο καὶ πηγαίνει στὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου παρακαλεῖ τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο Δημήτριο νὰ τοῦ ὑποδείξουν τόπο κατάλληλο, γιὰ νὰ ἐργασθῇ τὴν ἄσκησί του. Ὁ Θεὸς ἀπάντησε μὲ μιὰ ἀγγελικὴ παρουσία. Ἕνας νέος λαμπρὸς καὶ χαριτωμένος τοῦ ὑποδεικνύει, ὡς τόπο ἀσκήσεως, τὸ ἔρημο μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὰ νότια τῆς Θήβας. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Μελέτιος ἐκπληρώνει τὸν πόθο του γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ ἐπιδίδεται μὲ ζῆλο στὴν ζωὴ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Ἡ ἐνάρετη ζωή του στὰ πλαίσια μιᾶς ἡσυχαστικῆς ἀσκητικῆς πρακτικῆς, ὅπου οἱ κυρίαρχες ἐπιλογὲς εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ σμίκρυνσι, ἡ ἐπιλεγμένη πτωχεία καὶ ἡ σεμνότητα τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος, συγκεντρώνει γύρω του ψυχὲς μαθητῶν, οἱ ὁποῖες ἐπιθυμοῦν νὰ συνοδοιπορήσουν καὶ νὰ διδαχθοῦν κοντά του τὴν ζωὴ τῆς ἐν Χριστῷ ἀφιερώσεως. Ἡ πρώτη ἀδελφότητα ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ὁσίου Μελετίου εἶναι γεγονός. Ὁ Ἅγιος ἀναδέχεται τὸ βάρος τῆς διαποιμάνσεως τῶν ψυχῶν μὲ πολὺ φόβο Θεοῦ καὶ πολλὴ προσευχή. Ἀποζητᾶ περίσσεια τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀδελφότητά του καὶ τὴν προσωπική του ἐνίσχυσι γιὰ τὸ δυσβάστακτο αὐτὸ ἱερὸ ἔργο. Πρὸς τοῦτο συνοδευόμενος ἀπὸ κάποιον μαθητή του ξεκινᾶ δύο ἱερὲς ἀποδημίες. Γίνεται προσκυνητὴς τῶν Παναγίων προσκυνημάτων στὴν Θεοβάδιστο Ἁγία Γῆ τῶν Ἱεροσολύμων, μετὰ ἀπὸ πολὺ κόπο καὶ ἀφάνταστους κινδύνους, δεδομένου, ὅτι τότε τὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν ὑπὸ τὴν κατοχὴ τῶν Σελτζούκων Τούρκων. Ἡ Χάρις τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τοῦ Φρικτοῦ Γολγοθᾶ ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο μέτρο καὶ αὐτὴν ἀκριβῶς ἀποζητᾶ ὁ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἐνισχυθῇ σὲ ἀγῶνες ὑπὲρ τὸ ἀνθρώπινο μέτρο. Ἔπειτα φτάνει στὴν Ρώμη, προσκυνητὴς τῶν τάφων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου. Πράγματι ἡ Χάρις τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέλλει νὰ συνοδοιπορήσῃ μαζί του στὸ ἀποστολικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ ἐπιτελέσῃ σὲ ὅλο τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο. 
Εἶχε τὸ ἔνδυμα πάντοτε εὐτελὲς καὶ ἁπλὸ καὶ τὴν δίαιτά του ὅριζε τὸ μέτρο τῆς ἐγκρατείας, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν χορταίνῃ ποτὲ οὔτε τὸ νερό. Τηροῦσε χαμαικοιτία καὶ δουλαγωγοῦσε τὸ σῶμα του ἐργαζόμενος ἄοκνα σὲ ὅλες τὶς διακονίες τῆς Μονῆς. Ἀγαποῦσε νὰ καλλιεργῇ τοὺς κήπους καὶ νὰ φυτεύῃ δένδρα. Ἦταν πρόθυμος στὴν διακονία καὶ ἀκούραστος στὴν προσευχή. Πρωτοστατοῦσε στὸν κόπο ἀνάμεσα στοὺς ἀδελφούς, ἐπιφορτιζόμενος ἀδιαμαρτύρητα τὰ ὑστερήματα τῶν ἀδυνάτων. Στεκόταν ἀνάμεσά τους ὡς ὑπόδειγμα ἀγάπης, ἀσκήσεως, ὑπομονῆς καὶ σιωπῆς.
Τὰ μέτρα τῆς ἀσκήσεώς του, τὰ ἐφθόνησε ὁ πονηρὸς καὶ ὤθησε προκλητικὴ ἐναντίον του, κάποια πλούσια Θηβαΐτισσα. Ὁ Ἅγιος ἐπιτίμησε τὴν γυναίκα καὶ τῆς ἀπαγόρευσε τὴν ἐπικοινωνία μαζί του. Πλὴν ἔμπλεος τῆς θείας ἀγάπης, σηκώνει τὴν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου. Χρεώνεται γιὰ ἐκείνη τὸν πονηρὸ λογισμὸ καὶ δοκιμάζει τὸν ἑαυτό του. Μένει ἔγκλειστος γιὰ ἓν ἔτος, ξεκινώντας τὸν ἐγκλεισμό του μὲ σαράντα πρῶτες ἡμέρες ἀπολύτου νηστείας. Ὁ πονηρὸς βλέποντας τὴν ἀδυναμία του νὰ νικήσῃ τὸν ἀθλητή, τοῦ στέλνει ἄλλους πειρασμούς, πόνους σ᾽ ὅλο τὸ σῶμα καὶ κυρίως στὰ πόδια του, τὰ ὁποῖα πρήσθηκαν ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία καὶ ἄνοιξαν. Οἱ πατέρες τῆς Μονῆς ἔπασχαν νὰ βλέπουν τὸν Ὅσιο νὰ ὑποφέρῃ. Ἡ τυχαία ἐπίσκεψι κάποιου ἰατροῦ στὸ Μοναστήρι, τοὺς φάνηκε ἰδανικὴ εὐκαιρία, γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τοὺς πόνους τοῦ πατρός τους. Ὁδήγησαν τὸν ἰατρὸ στὸν Γέροντα, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀποδείχτηκε, ὅτι γνώριζε ἀσυγκρίτως περισσότερα ἀπὸ τὸν ἐπισκέπτη του. Καλωσόρισε τὸν ἰατρὸ καὶ παραμερίζοντας τὰ δικά του σωματικὰ ἕλκη, ἄρχισε νὰ ψηλαφᾷ καὶ νὰ θεραπεύῃ τὰ ἕλκη τῆς ψυχῆς ἐκείνου, νὰ περιγράφῃ τὴν ταλαίπωρη ἁμαρτωλὴ ζωή του καὶ τὸ ἐπικείμενο τέλος του μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες. Ἡ πρόρρησι ἐκπληρώθηκε, πρὸς ἔκπληξι πάντων, ὁ δὲ Ὅσιος Μελέτιος συνέχισε νὰ ἐργάζεται τὴν ὑπομονὴ μέσα ἀπὸ τὶς ὀδύνες τῶν ἀσθενειῶν του.
 Τὰ μέτρα τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσκήσεως εἵλκυσαν πάνω στὸν Ὅσιο τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε νὰ ἐνεργῇ πλῆθος θαυμαστῶν σημείων. Ἡ προσευχή του σταματᾶ τὴν ἀνομβρία, θεραπεύει τὴν ἀσθένεια. Τὸ προορατικό του χάρισμα δίδει ἀπαντήσεις καὶ ἀποτρέπει ἐπιλογὲς ποὺ μέλλει νὰ ἀποτύχουν. Μαρτυρεῖται ἐπίσης ἐνδεικτικὰ τὸ ἑξῆς ἐντυπωσιακὸ περιστατικό, ποὺ καταδεικνύει τὸ μέτρο τῆς παρρησίας τοῦ Ὁσίου στὸν Κύριο. Ὁ Ἅγιος Μελέτιος εἶχε ὑποτακτικό του τὸν ἱερομόναχο Μᾶρκο, τὸν ὁποῖο εἶχε ὁρίσει νὰ εὐλογῇ, κατὰ τὴν τάξι τοῦ κοινοβίου, τὴν Τράπεζα. Πλὴν ὁ Χριστὸς τὸν κάλεσε στὴν αἰώνια πατρίδα καὶ ὁ ἱερομόναχος Μᾶρκος ἐκοιμήθη. Στὴν συνάθροισι τῶν ἀδελφῶν γιὰ τὴν κηδεία, κάποιος ἀπευθύνθηκε στὸν Ὅσιο, λέγοντας ὡς ἔκφρασι ὀδύνης: «Πρόσταξε Γέροντα τὸν ὑποτακτικό σου νὰ εὐλογήσῃ τὴν τράπεζα». Ὁ Ὅσιος στράφηκε τότε στὸν κεκοιμημένο του μαθητὴ καὶ εἶπε: «Παιδί μου Μᾶρκε εὐλόγησε», καὶ ὁ Μᾶρκος, Χάριτι καὶ δόξῃ Κυρίου, ὕψωσε τὴν δεξιά του λέγοντας τὸ «Εὐλογητός...».
Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόταν στὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸ εἶχε γίνει πλέον τόσο φανερό, ὥστε πλῆθος κόσμου ἄρχισε νὰ συρρέῃ στὴν Μονή. Ὁ Ὅσιος αἰσθάνεται, ὅτι κινδυνεύει ἡ ἡσυχαστικὴ ποιότητα τῆς ἀσκητικῆς του τάξης καὶ τῆς τάξης τοῦ κοινοβίου του. Πρὸς τοῦτο παραδίδει τὴν ἡγουμενία τῆς Μονῆς στὸν ἱερομόναχο Νικόλαο καὶ ἀποχωρεῖ. Κατευθύνθηκε στὸ δύσβατο ὄρος τοῦ Κιθαιρῶνα, ὅπου βρισκόταν τὸ μοναστήρι τοῦ Συμβόλου, τῶν Ἁγίων Ἀσωμάτων, μὲ ἡγούμενο τὸν ἐνάρετο Γέροντα Θεοδόσιο. Ὁ ἡγούμενος παραχώρησε στὸν Ὅσιο τὸν ἀφιερωμένο στὸν Σωτῆρα Χριστὸ Ἱερὸ Ναὸ τῆς Μονῆς μὲ τὴν εὐλογία τῆς ἐν λευκῷ διοικήσεώς του. Ἡ χαριτωμένη παρουσία τοῦ Ὁσίου Μελετίου σ᾽ ἐκεῖνον τὸν τόπο σήμανε καὶ τὴν γέννησι μεγάλης μοναστικῆς ἀδελφότητος. Τότε ἔλαβε τὴν ἱερωσύνη μὲ ἐντολὴ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου τοῦ Γραμματικοῦ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Νικήτα Γ’ Κούρδη († 1103), ὥστε νὰ μπορῇ νὰ διακονῇ πνευματικὰ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς συνοδείας, δεδομένου μάλιστα, ὅτι μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ ἡγουμένου Θεοδοσίου ἀνέλαβε ἐξ ὁλοκλήρου ὁ Ὅσιος τὴν διαποίμανσι τῆς Μονῆς τῶν Ἀσωμάτων. Ἡ πνευματικὴ ἀκτινοβολία τοῦ Ὁσίου ἔχει πλέον τέτοια ποιότητα, ποὺ ἡ ἐμβέλειά της ἐξαπλώνεται προοδευτικὰ ὅλο καὶ περισσότερο. Στὰ πλαίσια τῆς κάλυψης τῶν ἀναγκῶν τῆς ἀδελφότητος, καθότι ἡ ὅλη μοναστικὴ συνοδεία ἀριθμοῦσε ἤδη περισσοτέρους ἀπὸ ἑκατὸ πατέρες, ξεκινᾶ ἀφ᾽ ἑνὸς οἰκοδομικὲς ἐργασίες γιὰ τὴν κατασκευὴ χώρων καὶ κελλιῶν, ἀφ᾽ ἑτέρου σὺν τῷ χρόνῳ ἱδρύει εἰκοσιτέσσερα μοναστικὰ κοινόβια διεσπαρμένα σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ ἐξαρτώμενα πνευματικῶς ἀπὸ τὴν κυρία Μονὴ τῶν Ἀσωμάτων, μὲ ὅρο διαβίωσης τὴν ἐν κοινοβίῳ συνύπαρξι στὸ καθένα ὀκτὼ ἕως δώδεκα μοναχῶν. Στὸν Ἐλικῶνα, στὰ Μέγαρα, στὸ Ἄργος καὶ ὅπου ἀλλοῦ ἡ πνευματικὴ σπορὰ τοῦ Ἁγίου Μελετίου καρπίζει καὶ ἐμπνέει.
            Ἡ τάξι τῶν ἀδελφοτήτων αὐτῶν ὑπὸ τὴν καθοδήγησι τοῦ Ὁσίου ἦταν αὐστηρότατη. Ὡς κατεξοχὴν μοναχικὸ ἰδανικὸ τῆς συνοδείας προεβάλετο ἡ πτωχεία. Ἡ νηστεία καὶ ἡ χαμαικοιτία συμπλήρωναν τοὺς ἀγῶνες τους καὶ σμίλευαν τὶς ψυχές τους.
            Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς τοῦ Ὁσίου ἔφθασε ὡς τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνὸ (1056 – 1118). Ἐκτιμώντας τὴν ἀσκητικὴ τῶν κοινοβίων του καὶ εὐλαβούμενος τὸν Ἅγιο, ὁ Αὐτοκράτωρ τοῦ ἀπέστειλε δέκα χιλιάδες χρυσὰ νομίσματα γιὰ τὴν κάλυψι τῶν ἀναγκῶν τους στὴν προοπτικὴ μάλιστα καὶ τῆς ἀνοικοδομήσεως. Σημείωνε ἐπίσης, ὅτι ἦταν πάντοτε στὴν διάθεσι τοῦ Ὁσίου, γιὰ ὅ,τι χρειαζόταν. Ὁ Ὅσιος κράτησε ἀπὸ τὴν προσφορὰ τμῆμα μόνο, τὸ κατ᾽ ἐλάχιστον ἀπολύτως ἀναγκαῖο καὶ ἐπέστρεψε τὰ ὑπόλοιπα στὸν αὐτοκράτορα. Τὸ ποσὸ αὐτὸ ἔγινε ἔκτοτε ἐτήσια αὐτοκρατορικὴ χορηγία πρὸς τὴν Μονή. Αὐτὴ ἡ ὑποστήριξι παγίωσε ἕναν ἀνοικτὸ δεσμὸ μεταξὺ Μονῆς καὶ αὐτοκράτορα στὴν βάσι τῆς προσευχῆς γιὰ τὸν εὐεργέτη ἀπὸ τὴν μιὰ ἀλλὰ καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ αὐτοκράτορα γιὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Ὁσίου ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὁποία πλειστάκις τὸν εὐεργέτησε.
            Ὁ Ὅσιος Μελέτιος διὰ τῆς ἀσκητικῆς του εἵλκυε τὴν Χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία τὸν πλούτιζε μὲ θεῖα χαρίσματα. Ἦταν διορατικός, προορατικός, προφητικός, ἰαματικός, θαυματουργικός. Μὲ τὸ προορατικὸ καὶ προφητικό του χάρισμα ἀνέκοψε πάρα πολλὲς φορὲς τὴν πορεία δύστυχων γεγονότων. Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος, ἐνῶ βρισκόταν σὲ πόλεμο μὲ τοὺς Κομάνους στὰ μέρη τῆς Θράκης μελετοῦσε τὴν ἀνοικτὴ σύρραξι μαζί τους. Ὁ Ὅσιος Μελέτιος στὸν Κιθαιρῶνα προσευχόμενος εἶδε τὴν σκέψι τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τὴν προοπτική της. Ἂν προχωροῦσε σ᾽ αὐτὴν τὴν μάχη θὰ συναντοῦσε τὸν θάνατο. Ὁ Ὅσιος σήκωσε τὸ δεξί του χέρι καὶ σταύρωσε τὸν ὁρίζοντα πρὸς τὰ μέρη τῆς Θράκης. Ἀπρόσμενα ὁ αὐτοκράτορας ἔγινε δίβουλος ὡς πρὸς τὴν σύρραξι, ἐνῶ οἱ Κομάνοι ἔπεσαν σὲ διχόνοια μεταξύ τους καὶ διαλύθηκαν.
            Ὅταν κάποτε ὁ Ἀλέξιος ἔστελνε τὸν στόλο του ἐναντίον τοῦ τυρράνου Καρύκη, ποὺ εἶχε κυριεύσει τὴν Κρήτη, ὁ Ὅσιος συμβούλευσε νὰ μὴν προχωρήσουν ἀλλὰ νὰ στείλουν ἐπιστολὲς εἰρήνης καὶ νὰ εἶναι βέβαιοι, ὅτι ἂν ὁ δυνάστης δὲν τὶς δεχθῇ, ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης θὰ δείξῃ τὴν ὁδὸ τῆς εἰρήνης. Ἀκολούθησαν τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὁσίου καὶ ἔλαβαν ὡς ἀπαντητικὴ ἐπιστολὴ τὸν ξαφνικὸ θάνατο τοῦ Καρύκη. Κατέλαβαν ἔτσι τὴν Κρήτη χωρὶς πόλεμο.
            Μὲ τὸ προορατικό του χάρισμα ὁ Ὅσιος ἐπενέβαινε εὐεργετικὰ στὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων. Παρηγοροῦσε καὶ συμβούλευε. Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Ὁσίου γινόταν φανερὴ ἐπίσης στὴν ἐλεημοσύνη καὶ στὴν φιλοξενία του. Κάποτε ἦρθαν ἑκατὸ προσκυνητὲς στὴν Μονὴ καὶ τὸ πάντα λιτὸ γεῦμα τῶν πατέρων δὲν ἐπαρκοῦσε. Τότε ὁ Ὅσιος σταύρωσε τὸ φαγητὸ δεόμενος στὸν Κύριο γιὰ τὸν χορτασμὸ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ τράπεζα γέμισε καὶ ὅλοι, προσκυνητὲς καὶ μοναχοὶ δόξασαν τὸν Δωρεοδότη Χριστό. Ὁ Ὅσιος γνώριζε καλὰ τὴν πρόνοια τοῦ Δεσπότη. Σὲ περίοδο στερήσεως τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων γιὰ τὴν διατροφὴ τῶν πατέρων, ἐνίσχυσε τοὺς μοναχούς του στὴν πίστι,  προλέγοντας τοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔμελλε νὰ οἰκονομήσῃ τὴν συντήρησί τους.
Κάποτε σὲ βαρὺ χειμώνα ἀποκλείσθηκαν καὶ τέλειωναν τὰ τρόφιμα, χωρὶς ὡστόσο δυνατότητα ἀνεφοδιασμοῦ ἀπὸ πουθενά. Ὁ Ὅσιος ἐσταύρωσε τὰ πράγματα τοῦ κελλαρικοῦ καὶ τὸ δοχεῖο μὲ τὸ λάδι καὶ τὸ θαῦμα τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ δὲν ἐγκατέλειψε τοὺς πατέρες. Συνέχισαν νὰ διατρέφωνται ἀπὸ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους.
             Ἰαματικὸς ὁ Ὅσιος Μελέτιος θεράπευε τοὺς προσερχομένους ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα τους. Ἰσχυρὸς δὲ κατὰ τῶν δαιμόνων ἐξέβαλε δαιμόνια καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς δαιμονιζομένους. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ θαύματα καὶ οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Ὁσίου. Κατέθετε στὸν Χριστὸ μιὰ ζωὴ αὐταπαρνήσεως γιὰ χάρι τῆς Ἀγάπης κι Ἐκεῖνος, ἡ Ἀγάπη, τοῦ ἀναπλήρωνε τὶς στερήσεις μὲ τὴν περισσὴ Χάρι τῆς θαυματουργίας.
            Τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1105 μ.Χ. σὲ ἡλικία ἐβδομήντα ἐτῶν ὁ Ὅσιος Μελέτιος παρέδωσε ἐν εἰρήνῃ τὴν ὁσία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Κυρίου του. Τὸ ἱερό του λείψανο ἐνεταφιάσθη στὸ βόρειο τμῆμα τοῦ νάρθηκα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μονῆς τῶν Ἀσωμάτων, ἡ ὁποία ἔκτοτε ὀνομάσθηκε Μονὴ τοῦ Ὁσίου Μελετίου. Ἡ Χάρις τῆς θαυματουργίας δὲν ἐγκατέλειψε οὔτε αὐτὰ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καταδεικνύοντας τὴν ζωντανὴ παρουσία του στὴν Μονή του καὶ στοὺς προσερχομένους καὶ ἐπικαλουμένους αὐτόν. Ἔτσι ὁ Ὅσιος καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του θεραπεύει ἀσθένειες καὶ διώχνει δαιμόνια μὲ ξεχωριστὰ θαύματα τὸν καθαρισμὸ λεπροῦ καὶ τὴν ἀνόρθωσι παραλυτικοῦ. Οἱ προσερχόμενοι στὸν Ὅσιο δὲν καταισχύνθηκαν οὔτε στερήθηκαν τοῦ θείου ἐλέους, γιατὶ ὁ σπόρος τῆς ἀσκήσεως, ποὺ ὁ Ὅσιος ἔβαλε στὴν γῆ, μεταμορφώθηκε εἰς τοὺς αἰώνας σὲ δένδρο πολύκαρπο πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ εὐεργεσία τῶν ἀνθρώπων.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Η ΟΣΙΑ ΧΑΪΔΩ, Η ΟΜΟΛΟΓΗΤΡΙΑ

Η ΟΣΙΑ ΧΑΪΔΩ, Η ΟΜΟΛΟΓΗΤΡΙΑ

            Ἡ Ὁσία Χάϊδω γεννήθηκε μέσα στὴν τουρκοκρατία, γύρω στὸ 1800, στὸ χωριὸ Στανὸ τῆς Χαλκιδικῆς ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς καὶ μεγάλωσε ὡς καλοποτισμένη δρῦς ἀπὸ τοὺς κρουνοὺς τῆς Χάριτος τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ἄρδευε στὰ χρόνια ἐκεῖνα τὴν σκλάβα ρωμιοσύνη. Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ γέμιζε τὴν ψυχή της καὶ μόρφωνε ὡς χριστιανῆς τὸ καθημερινό της βίωμα καὶ τὶς ὅποιες ἐπιλογές της. Ἦταν ὄμορφη. Ὅταν ἔφθασε γύρω στὰ εἴκοσί της χρόνια, ὁ γιὸς τοῦ Μαντὲμ Ἀγὰ τῶν Μαντεμοχωρίων τὴν θέλησε γιὰ γυναίκα του. Γιὰ νὰ τὴν παντρευτῇ, ὅπως ἤθελε, ἔπρεπε ἐκείνη νὰ δεχθῇ τὸν ἐξισλαμισμό της. Ἀρνήθηκε κατηγορηματικά, ὁμολογώντας σταθερὰ τὴν πίστι της στὸν Χριστό. Τὴν φυλάκισε κι ἄρχισε νὰ τὴν βασανίζῃ. Ἡ Ἁγία ἔμενε ἄκαμπτη. Τὰ βασανιστήρια γίνονταν ὅλο καὶ πιὸ φρικτά, ἀλλὰ ἡ Χάϊδω δὲν ἀρνιόταν τὸν Χριστό της. Ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ Στανὸ βρίσκεται ἀκόμα κτῆμα μὲ τὸ προσωνύμι τὸ ἁλώνι τῆς Χάϊδως, ὅπου ὁ τόπος τῆς φυλακίσεως καὶ τοῦ βασανισμοῦ της. Ὁ τότε ἱερομόναχος ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ μαζὶ μὲ ἀρκετοὺς Ἕλληνες παραφύλαξαν ἐκεῖ καὶ κατόρθωσαν νὰ τὴν ἀπελευθερώσουν καὶ τελικὰ νὰ τὴν φυγαδεύσουν κατὰ τὸ ἔτος 1821 μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της στὴ Θάσο καὶ στὸ ἐκεῖ Μετόχιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορος Ἁγίου Ὄρους, τὸ ἐπονομαζόμενο τῆς Καλλιράχης. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία ζοῦσε μαζὶ μὲ τὴν μητέρα της καὶ διακονοῦσε τὶς ἀνάγκες τῆς ἐκκλησίας τοῦ Μετοχίου. Ἡ βιοτή της ἦταν ἀφιερωμένη στὸν Θεὸ μὲ παρθενία, ἄσκησι καὶ προσευχή. Ὅταν ἡ μητέρα της ἐκοιμήθη, ἡ Ὁσία Χάϊδω βάθυνε ἔτι πλέον τὴν προσευχή της καὶ αὔξησε τὴν ἄσκησί της. Ἡ καρδία της ἀφιερώθηκε στὸν Χριστὸ τόσο ὥστε νὰ φθάσῃ στὴν θεωρία καὶ νὰ ἔχῃ ὑπερκόσμιες ἐμπειρίες. Πράγματι κάποτε γιὰ δύο μέρες ἀνηρπάγη ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδε τὰ ἀθέατα κάλλη τοῦ παραδείσου. Διηγήθηκε τὴν φοβερή της αὐτὴ ἐμπειρία στὸν ἱερομόναχο τοῦ Μετοχίου π. Γεράσιμο, ὁ ὁποῖος καὶ διέσωσε τὴν θεωρία τῆς Ὁσίας Μητρός. Ἡ ὑγεία της ὅμως εἶχε καταβληθῆ καὶ ἡ ἁρπαγὴ ἐκείνη ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐκληφθῇ ὡς προάγγελος τῆς κοιμήσεώς της, ἡ ὁποία μετ᾽ ὀλίγον ἐπῆλθε. Λίγο πρὶν κοιμηθῆ ζήτησε ἀπὸ τοὺς παρισταμένους νὰ μὴν τῆς ἀλλάξουν ὅ,τι φοροῦσε μὲ καινούργια φορέματα, ἀλλὰ νὰ παραδώσῃ τὸ λείψανό της στὴ γῆ περιβεβλημένο μὲ τὰ ἐνδύματα τῆς ἀσκήσεώς της. Ἐκεῖνοι, ὅμως παρήκουσαν τὴν ἐπιθυμία της. Τότε στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία ἄρχισε θύελλα καὶ ἔγινε σεισμὸς καὶ βροντὲς κι ἀνάμεσά τους ἀκούστηκε φωνὴ ποὺ ζητοῦσε ἐπιτακτικὰ νὰ τῆς φορέσουν τὰ παλαιά της ἐνδύματα, γιὰ νὰ παύσῃ ἡ θεομηνία, ὅπως καὶ πράγματι ἔγινε. Τὸ δὲ ἅγιο λείψανό της ἄρχισε νὰ ἀναδύῃ ἄρρητη εὐωδία, εἰς ἐπιβεβαίωσι τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία ἐπέτυχε μὲ τὴν ὁσία καὶ ὁμολογιακὴ βιοτή της. Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας τὴν 1η Σεπτεμβρίου.


Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

ΧΑΙΡΟΙΣ, Ο ΛΟΓΧΕΥΘΕΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΗΜΙΝ ΑΝΑΖΩΓΡΑΦΗΣΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΧΑΙΡΟΙΣ, Ο ΛΟΓΧΕΥΘΕΝΤΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΗΜΙΝ ΑΝΑΖΩΓΡΑΦΗΣΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

            Μί­α γέν­νη­σι, ἕ­να βά­πτι­σμα, μι­ά μαρ­τυ­ρί­α, ἕ­νας θά­να­τος, μί­α ἀ­νά­στα­σι. «Αἱ μαρ­τυ­ρι­καί προ­πο­ρεύ­ον­ται δυ­νά­μεις», στοὺς ἤ­χους τῆς γεν­νή­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ. «Οἱ ἐν ἀλ­γει­νοῖς νῦν προ­σέρ­χε­σθε θαρ­ρούν­τως». Μί­α γέν­νη­σι. Ἡ γέν­νη­σι τοῦ μάρ­τυ­ρος. Ἕ­νας υἱ­ὸς ἀ­πο­στέλ­λε­ται. Ἕ­νας στρα­τι­ώ­της ἐ­πω­μί­ζε­ται τὴν ἀ­νάγ­κη καὶ κα­τέρ­χε­ται. «Τὶς σὲ δυ­σω­πή­σει Κύ­ρι­ε ὑ­πέρ λα­οῦ ἡ­μαρ­τη­κό­τος καὶ ἀ­πε­γνω­σμέ­νου;» Κα­τέρ­χε­ται ἐν τῷ μαρ­τυ­ρι­κῷ στα­δί­ῳ καὶ ἐν Χρι­στῷ δε­δο­ξα­σμέ­νος γεν­νᾶ­ται. Σφιχ­το­ζω­σμέ­νος δεί­χνει τὰ ὅ­πλα του, πῶς γυ­α­λο­κο­ποῦν θαυ­μα­στὰ στὸ φῶς τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ποὺ τὰ στιλ­βώ­νει. Ἕ­να βά­πτι­σμα. Τὸ βά­πτι­σμα τοῦ αἵ­μα­τος. «Τῷ γὰρ ἁ­γί­ῳ μάρ­τυς ἀ­νε­πλά­σθης βα­πτί­σμα­τι καὶ πά­λιν ἐ­πλύ­θης αἵ­μα­τί σου, δι­ὸ ὡς μὲν ἄν­θρω­πος ὑ­πάρ­χεις νε­κρὸς κεί­με­νος, ὡς δὲ Θε­οῦ θέ­σει υἱ­ὸς βλύ­ζεις μύ­ρα πάν­το­τε». 26η Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ Σω­τη­ρί­ου ἔ­τους ἀ­πὸ γεν­νή­σε­ως Χρι­στοῦ 2019. Ἡ ἀ­νάγ­κη βα­ραί­νει τὴν ψυ­χὴ, συν­τρί­βει τὴν ζω­ὴ. Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α μνη­μο­νεύ­ει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­πο­στα­σί­α παι­δα­γω­γου­μέ­νη. Θε­ο­μη­νί­α. «Ἁ­μαρ­τί­ας ἀ­δελ­φοί ἐκ­φύ­γω­μεν γεν­νώ­σας θά­να­τον πι­κρὸν καὶ σει­σμοὺς βα­ρυ­τά­τους καὶ πλη­γὰς ἀ­νη­κέ­στους καὶ Θε­ὸν με­τα­νοί­ας τρό­ποις ἐ­κμει­λί­ξω­μεν». Πυρ­κα­ϊ­ές, πλημ­μύ­ρες, σει­σμοί, φτώ­χι­α, ἀ­πει­λὲς πο­λέ­μων. « Τὶς σὲ δυ­σω­πή­σει ἀ­γα­θὲ ὑ­πέρ λα­οῦ ἡ­μαρ­τη­κό­τος καὶ ἀ­πε­γνω­σμέ­νου;»   Ὁ μάρ­τυς, «ὡς μέ­γας Κυ­ρί­ου πο­τα­μὸς» δί­δει τὸ λύ­τρον τοῦ αἵ­μα­τός του, νὰ «κα­θα­γι­ά­σῃ τὰ σύμ­παν­τα». «Μέ­γαν εὕ­ρα­το, σὲ ὑ­πέρ­μα­χον ἡ Οἰ­κου­μέ­νη». Βα­πτι­σμέ­νος στὸ αἵ­μα του, «λου­τρὸν λου­σά­με­νος ἅ­γι­ον, ὃ δευ­τέ­ραις οὐ μο­λύ­νε­ται ἁ­μαρ­τη­μά­των προ­σβο­λαῖς», «τὴν ἐ­νέρ­γει­αν τῶν θαυ­μά­των λαμ­βά­νων πα­ρὰ Χρι­στοῦ», σπεύ­δει νὰ πλη­ρώ­σῃ τὴν ἀ­νάγ­κη. Ἕ­νας λα­ὸς ἀ­λύ­τρω­τος κρά­ζει. Ἀ­λύ­τρω­τος ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α του, ἀ­λύ­τρω­τος γι­ὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α του. «Δεῦ­ρο, Μάρ­τυς Χρι­στοῦ πρὸς ἡ­μᾶς καὶ ρῦ­σαι κε­κα­κω­μέ­νους τυ­ραν­νι­καῖς ἀ­πει­λαῖς καὶ δει­νῇ μα­νί­ᾳ τῆς αἱ­ρέ­σε­ως». Μι­ὰ μαρ­τυ­ρί­α. Ὁ λό­γος τοῦ Μάρ­τυ­ρος, μαρ­τυ­ρεῖ τὸ Θε­ὸ Λό­γο.  «Χαί­ροις, ὁ κα­ταρ­γή­σας τὰς ἐ­πι­νοί­ας τῶν πα­ρα­νό­μων, τῇ ἰ­σχύ­ϊ τῇ δο­θεί­σῃ σοι, πα­ρὰ Θε­οῦ». Ἡ Ἀ­λή­θει­α φαλ­κι­δεύ­ε­ται, πα­ρα­χα­ράσ­σε­ται, συ­κο­φαν­τεῖ­ται, βλα­σφη­μεῖ­ται, λη­σμο­νεῖ­ται, βι­ά­ζε­ται, σφα­γι­ά­ζε­ται. Ἀλ­λὰ δὲν ἀ­ναι­ρεῖ­ται. Ἡ Ἀ­λή­θει­α κι ἂν σφα­γι­ά­ζε­ται τὴν ἐν αὐ­τῇ Ζω­ὴ μαρ­τυ­ρεῖ καὶ με­τα­δί­δει. «Λε­λό­γι­σται πα­ρ’ οὐ­δέν, τὸ τῶν τυ­ράν­νων πα­ρὰ σοὶ πρό­σταγ­μα· τὸν τοῦ Θε­οῦ Λό­γον γάρ, πάν­των Ἀ­θλο­φό­ρε προ­έ­κρι­νας». Ἡ ἀ­λή­θει­α καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Μάρ­τυ­ρος τὴν Ζω­ὴ τῆς σαρ­κω­μέ­νης Ἀ­λή­θει­ας σφό­δρα ἐ­πι­πο­θεῖ κι ἂν εἶ­ναι νὰ τὴν γευ­τῇ ὅ­μοι­α βγαλ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ κα­μί­νι τοῦ θα­νά­του.Ἕ­νας θά­να­τος. Καὶ τὶ θά­να­τος νὰ ‘ναι αὐ­τός; «Ἤ­νοι­ξας τὰς ἀγ­κά­λας καὶ δέ­δε­ξαι τὰς σφα­γὰς τῇ πλευ­ρά σου». «Τὴν ἐν σταυ­ρῷ φρι­κτὴν ἐκ­κέν­τη­σιν σοῦ Δε­σπό­του ζη­λῶν δι­α­κα­ῶς ἐ­βό­ας. Τῷ μώ­λω­πι ἰ­ά­θη­μεν τῷ σῷ Λυ­τρω­τὰ καὶ πό­θῳ σου τὸ πά­θος καὶ τοῦ­το δέ­χο­μαι». Καὶ τώ­ρα; «Αἵ­μα­τι τῷ σῷ στα­ζό­με­νος, τῷ ζω­ο­δό­τῃ Χρι­στῷ, τῷ τὸ αἷ­μα τὸ τί­μι­ον δι­ὰ σὲ κε­νώ­σαν­τι, προ­ση­νέ­χθης Δη­μή­τρι­ε». Τὶ ἄλ­λο μπο­ρεῖ νὰ κου­βα­λᾷ ἕ­νας θά­να­τος ἀ­χώ­ρι­στος ἀ­πὸ τὴ Ζω­ή, ποὺ μαρ­τυ­ρεῖ τὴ Ζωή; Τὶ ἄλ­λο, πα­ρὰ τὸν θά­να­το τοῦ θα­νά­του! Μι­ὰ Ἀ­νά­στα­σι! Μί­α εἶ­ναι ἡ Ἀ­νά­στα­σι! Ὁ θά­να­τος ἀ­πὸ και­ρὸ εἶ­ναι πί­σω. 26 Ὀ­κτω­βρί­ου, τοῦ Ἁ­γί­ου Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Δη­μη­τρί­ου τοῦ Μυ­ρο­βλύ­του.  «Πᾶ­σα πνο­ὴ καὶ πᾶ­σα κτί­σις, σὲ δο­ξά­ζει Κύ­ρι­ε, ὅ­τι δι­ὰ τοῦ Σταυ­ροῦ τὸν θά­να­τον κα­τήρ­γη­σας». Αὐ­τὴ τὴν κα­τάρ­γη­σι τοῦ θα­νά­του κραυ­γα­λέ­α μαρ­τυ­ρεῖ ὁ ζῶν νε­κρὸς Μάρ­τυς. Τὸ πή­λι­νο σκεῦ­ος του κεί­τε­ται ἀν­θρω­πί­νως συν­τε­τριμ­μέ­νο, πλὴν πα­ρα­δό­ξως με­τα­μορ­φού­με­νο σὲ μυ­ρο­χό­η ἀ­να­βλύ­ζου­σα ἐκ τῆς λογ­χο­νύ­κτου πλευ­ρᾶς τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, τὴν εὐ­λο­γί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, τὴν Ζω­ή, τὸν Χρι­στὸ ποὺ ἅ­παξ δι­ὰ παν­τὸς ἐ­νί­κη­σε τὸ θά­να­το στὸ πεί­σμα κά­θε θα­νά­του. «Ὑ­πῆλ­θες Δη­μή­τρι­ε, λαμ­πρῶς Μαρ­τύ­ρων τὸ στά­δι­ον καὶ μύ­ρου τὸ σῶ­μα σου κρήνην ἀ­νέ­δει­ξας». «Ἐν­δυ­σά­με­νος Χρι­στόν», «ἀναζωγραφήσας ἡμῖν τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ» θρι­αμ­βεύ­ει ὁ­λό­λαμ­προς στὴ Ζω­ή, ὁ Ἅ­ϊ Δη­μή­τρης, ὁ Κα­βα­λά­ρης τῆς Μα­κε­δο­νί­ας, τῆς Ἑλ­λά­δος, τῆς μαρ­τυ­ρο­βαμ­μέ­νης καὶ γί­νε­ται «εὐ­σε­βεί­ας ἀ­λεί­πτης». «Ὁ Νέ­στο­ρα καὶ Λοῦ­πον Δη­μή­τρι­ος ἀ­λε­ί­ψας πρὸς ἄ­θλη­σιν πά­σχει ὡς θνη­τὸς καὶ δι­ὰ πά­θους τὸ θνη­τὸν ἀ­φθαρ­σί­ας ἐν­δύ­ει εὐ­πρέ­πει­αν· Σὺ μό­νος εὐ­λο­γη­τὸς ἀ­να­κρά­ζων, Θε­ὸς καὶ ὑ­πε­ρέν­δο­ξος».  

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019

ΔΕΥΤΕ ΑΝΑΝΗΨΩΜΕΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΥΨΟΣ ΕΠΑΡΩΜΕΝ ΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑΤΑ

ΔΕΥΤΕ ΑΝΑΝΗΨΩΜΕΝ ΚΑΙ ΕΙΣ ΥΨΟΣ ΕΠΑΡΩΜΕΝ ΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑΤΑ     

            Κρί­σις! Μι­ὰ λέ­ξι πολ­λα­πλὴ στὰ νο­ή­μα­τά της. Κρί­σις πνευ­μα­τι­κή, κρί­σις ἀ­ξι­ῶν, κρί­σις οἰ­κο­νο­μι­κή. Ἡ κρί­σις στὴν πρω­ταρ­χι­κή της ἔν­νοι­α δη­λώ­νει τὸν δι­α­χω­ρι­σμό. Ἕ­ναν δι­α­χω­ρι­σμὸ ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ σύγ­κρι­σι ἢ δι­ά­κρι­σι. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς δι­α­κρί­σε­ως γεν­νᾶ τὸ κρι­τή­ρι­ο, δη­λα­δὴ τὸν ὅ­ρο βά­σει τοῦ ὁ­ποί­ου γί­νε­ται ἡ κρί­σις, ὁ δι­α­χω­ρι­σμός. Ἡ ση­μα­σί­α τοῦ κρι­τη­ρί­ου κα­τα­λυ­τι­κὴ γι­ὰ τὸν δι­α­χω­ρι­σμό. Ἂν ὡς κρι­τή­ρι­ο λαμ­βά­νον­ται τὰ πά­θη ἢ τὰ ὅ­ποι­α ἄ­νο­μα σχέ­δι­α καὶ συμ­φέ­ρον­τα, τό­τε ἡ κρί­σις παίρ­νει τὴν μορ­φὴ τῆς συμ­φέ­ρου­σας κα­τα­δί­κης.  Οἱ πλού­σι­οι δι­α­χω­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ τοὺς πτω­χούς, οἱ ἰ­σχυ­ροὶ ἀ­πὸ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς μὲ ζη­τού­με­νο πάν­τα τὴν συμ­φέ­ρου­σα κα­τα­δί­κη, ὅ­που οἱ πλού­σι­οι θὰ γί­νουν πλου­σι­ώ­τε­ροι ἂν οἱ πτω­χοὶ γί­νουν πτω­χό­τε­ροι καὶ οἱ ἰ­σχυ­ροὶ θὰ γί­νουν ἰ­σχυ­ρό­τε­ροι ἂν οἱ ἀ­σθε­νεῖς γί­νουν ἀ­σθε­νέ­στε­ροι. Τὸ κρι­τή­ρι­ο βρί­σκε­ται πάν­το­τε μέ­σα στὴν βα­θεί­α τῶν ἀν­θρώ­πων καρ­δί­α καὶ αὐ­τὸ τοὺς κρί­νει καὶ τοὺς κα­τα­κρί­νει.  Ἐ­ὰν ὁ­δη­γῇς στὴν συμ­φέ­ρου­σα κα­τα­δί­κη τὸν ἀ­δελ­φό σου, γι­ὰ νὰ γί­νῃς πλου­σι­ώ­τε­ρος ἢ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος ἔ­χεις τὸ κρι­τή­ρι­ο σου στη­μέ­νο στὸ κέν­τρο τῆς δυ­σώ­δους καρ­δί­ας σου. Ἂν ὁ­δη­γῇς στὴ συμ­φέ­ρου­σα κα­τα­δί­κη τὰ ἱ­ε­ρὰ καὶ τὰ ὅ­σι­α τοῦ τό­που σου, ἂν ἐμ­πο­ρεύ­ε­σαι τὴν μά­να σου, τὴν ἐκ­κλη­σί­α σου, τὴν ἱ­στο­ρί­α σου, τὴν πα­τρί­δα σου ἔ­χεις τὸ κρι­τή­ρι­ό σου στὴν ἄ­βυσ­σο τοῦ Ἅ­δη καὶ πι­ὸ πέ­ρα ἀπ᾽ αὐ­τή. Ση­μα­σί­α ἔ­χει ποι­ὸ εἶ­ναι κά­θε φο­ρὰ τὸ ζη­τού­με­νο. Τί ζη­τᾶς; Εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σι­α­κὸ ὅ­τι ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­κρι­ναν τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν κα­τα­δί­κα­σαν στὸν δι­ὰ σταυ­ροῦ θά­να­το, ἡ κα­τα­δί­κη ἐ­κεί­νη ἔ­γι­νε σὲ με­τα­πρα­τι­κὸ ἐ­πί­πε­δο. Θὰ μπο­ροῦ­σε ὁ Κύ­ρι­ος νὰ ἔφ­τα­νε στὸν σταυ­ρὸ χω­ρὶς νὰ ἔ­χῃ πρίν κο­στο­λο­γη­θῇ καὶ που­λη­θῇ. Ἀλ­λὰ ὅ­μως ὄ­χι. Ἡ ἐ­σχά­τη τῶν ἀν­θρω­πί­νων ἀ­νο­μι­ῶν, ἡ θε­ο­κτο­νί­α ἔ­γι­νε πά­νω στὸ κρι­τή­ρι­ο τῆς ἀ­γο­ρο­πω­λη­σί­ας, τῆς συμ­φέ­ρου­σας κα­τα­δί­κης. Τὸ με­τα­πρα­τι­κὸ κρι­τή­ρι­ο δι­α­χώ­ρι­σε καὶ δι­α­χω­ρί­ζει ἀ­γε­φύ­ρω­τα τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἡ μί­α πα­ρα­λη­φθή­σε­ται καὶ ἡ ἑ­τέ­ρα ἀ­φε­θή­σε­ται. Μή­πως νο­μο­τε­λει­α­κὰ καὶ ἡ κρί­σις τοῦ ἀν­θρώ­που μέλ­λει νὰ γί­νῃ στὸ ἴ­δι­ο κρι­τή­ρι­ο; Τὶ φο­βε­ρὴ ταύ­τι­σι ὅ­ταν ἡ Ἀ­πο­κά­λυ­ψις πα­ρά­δο­ξα με­τα­θέ­τῃ τὴν κρί­σι στὸ ἴ­δι­ο με­τα­πρα­τι­κὸ κρι­τή­ρι­ο· καὶ ἴ­να μή τις δύ­νη­ται ἀ­γο­ρά­σαι ἢ πω­λῆ­σαι εἰ μὴ ὁ ἔ­χων τὸ χά­ραγ­μα...   Ἡ κρί­σις τῶν ἡμερῶν μας. Καὶ ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ κρι­τή­ρι­ο; Δεῦ­τε ἀ­να­νή­ψω­μεν καὶ εἰς ὕ­ψος ἐ­πά­ρω­μεν ὄμ­μα­τα καὶ νο­ή­μα­τα. Ὅ­σοι εἰς Χρι­στὸν ἐ­βα­πτί­σθη­τε, Χρι­στὸν ἐ­νε­δύ­σα­σθε καὶ στὴν βα­θεία ἡ­μῶν καρ­δί­α στέ­κει ἀ­κλό­νη­το τὸ κρι­τή­ρι­ο τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ κραυ­γά­ζει: οὐ χω­ρί­ζο­μαι ὑ­μῶν· Ἐ­γώ εἰ­μι μεθ᾽ ὑ­μῶν, καὶ οὐ­δεὶς καθ᾽ ὑ­μῶν.  Ἡ Κρί­σις τοῦ Θε­οῦ. Σι­ω­πή! Ὅ­λες οἱ ἀν­θρώ­πι­νες κρί­σεις λαμ­βά­νουν τέ­λος. Οἱ ἀν­τι­λο­γί­ες, οἱ κα­τα­κρί­σεις, οἱ συγ­χύ­σεις τέ­λος. Ὁ ἄν­θρω­πος μί­λη­σε ἀ­κα­τά­παυ­στα μέ­σα στὸ χρό­νο. Κρί­νον­τας καὶ κα­τα­κρί­νον­τας, ἐμ­πο­ρεύ­τη­κε καὶ ἐ­ξόν­τω­σε τὸν Θε­ό, τὸν ἑ­αυ­τό του, τὴν πλᾶ­σι ὅ­λη μὲ στα­θε­ρὸ ζη­τού­με­νο τὴν συμ­φέ­ρου­σα κα­τα­δί­κη. Ἐ­πι­τέ­λους σι­ω­πή! Ἡ Κρί­σις τοῦ Θε­οῦ.  Τὸ πα­νά­γι­ον αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου σφρα­γί­ζει τὴν Κρί­σι. Προ­πο­ρεύ­ον­ται τὰ σύμ­βο­λα τοῦ Πά­θους, ὁ Τί­μι­ος Σταυ­ρός. Ὁ Λυ­τρω­τής ἔρ­χε­ται. Κύ­ρι­ος κρι­τὴς ἀ­γα­θὸς τῷ οἴ­κῳ Ἰσ­ρα­ήλ· Καὶ εἶ­πεν· Οὐ­χὶ λα­ός μου ἐ­στέ; τέ­κνα, καὶ οὐ μὴ ἀ­θε­τή­σω­σι· καὶ ἐ­γέ­νε­το αὐ­τοῖς εἰς σω­τη­ρί­αν ἐκ πά­σης θλί­ψε­ως αὐ­τῶν. Ὁ Πα­τέ­ρας ἔρ­χε­ται ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας καὶ ἀ­να­ζη­τών­τας τὰ παι­δι­ά Του. Κρι­τή­ρι­ο υἱ­ό­τη­τας, ὁ Σταυ­ρός: ἡ μαρ­τυ­ρί­α, ἡ μὴ ἀ­θέ­τη­σις τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ ἡ θλί­ψις της. Ἡ Κρί­σις τοῦ Θε­οῦ!  Ὅ­λοι οἱ ἐκ νε­κρῶν θὰ ἀ­να­στη­θοῦν, ἀλ­λὰ ὅ­λοι δὲν θὰ ἀ­να­λη­φθοῦν, δὲν θὰ πα­ρα­λη­φθοῦν. Δι­α­χω­ρι­σμός. Δύ­ο ἐν τῷ ἀ­γρῷ, εἷς πα­ρα­λη­φθή­σε­ται καὶ ὁ ἕ­τε­ρος ἀ­φε­θή­σε­ται. Ὅ­λοι μας περ­πα­τᾶ­με κα­θη­με­ρι­νὰ στοὺς ἴ­δι­ους δρό­μους, συ­ναν­τώ­με­θα στὶς ἴ­δι­ες πλα­τεῖ­ες, ἐκ­προ­σω­πού­με­θα ἀ­πὸ τοὺς ἴ­δι­ους ἄρ­χον­τες, ἐρ­γα­ζό­μα­στε στὸν ἴ­δι­ο ἀ­γρό. Τὸ κρι­τή­ρι­ο πάν­τα στέ­κει στὸ βά­θος τῆς καρ­δί­ας μας. Τί ζη­τᾶ­με; Ποῦ βρί­σκε­ται ἡ ἐλ­πί­δα καὶ ἡ πί­στι μας; Εἴ­μα­στε οἱ ἀ­γα­πῶν­τες Ἐ­κεῖ­νον ποὺ βο­ᾶ αὐ­τοῖς· Ἐ­γώ εἰ­μι μεθ᾽ ἡ­μῶν καὶ οὐ­δεὶς καθ᾽ ἡ­μῶν; Ποῦ προσ­δο­κοῦ­με τὴν λύ­τρω­σι; Στοὺς ἰ­σχυ­ροὺς τοῦ κό­σμου τού­του ποὺ θέ­λουν νὰ γί­νουν ἰ­σχυ­ρό­τε­ροι; Ἂν ἐ­κεῖ βρί­σκε­ται ἡ ἐλ­πί­δα μας τὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα τῆς ἀ­βύσ­σου εἶ­ναι δι­κά μας καὶ ἀ­φε­θη­σό­με­θα σ᾽ αὐ­τά. Ἂν ἡ ἐλ­πί­δα μας εἶ­ναι ἐ­νυ­πό­στα­τη, ἂν Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἡ ἐλ­πί­δα μας,  ὁ Κύ­ρι­ος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, τό­τε πα­ρα­λη­φθη­σό­με­θα. Ποῦ; Ὅ­που γὰρ ἐ­ὰν ᾗ τὸ πτῶ­μα, ἐ­κεῖ συ­να­χθή­σον­ται οἱ ἀ­ε­τοί. Ὁ Κύ­ρι­ος ἔρ­χε­ται μὲ τὰ ἰ­μά­τι­α ἐ­ρυ­θρὰ ἀ­πὸ τὸ Πα­νά­γι­ον ἐκ τοῦ Πά­θους αἷ­μα Του. Ἐ­κεῖ δί­πλα Του θὰ συ­να­χθοῦν οἱ ἀ­ε­τοί Του, οἱ ὑ­ψι­πέ­τες ἐ­κεῖ­νοι υἱ­οὶ καὶ θυ­γα­τέ­ρες Του, ποὺ βη­μά­τι­σαν πι­στὰ πί­σω Του. Αὐ­τὸς ἐ­λυ­τρώ­σα­το ἡ­μᾶς καὶ ἀ­νέ­λα­βεν ἡ­μᾶς καὶ ὑ­πε­ρύ­ψω­σεν ἡ­μᾶς πά­σας τάς ἡ­μέ­ρας τοῦ αἰ­ῶ­νος. Ἡ πάν­τα ζων­τα­νὴ πνο­ὴ τῆς Ἀ­κο­λου­θί­ας κρί­νει τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα. Ὁ Λυ­τρω­τὴς οὐκ ἐ­ά­σῃ ἡ­μᾶς ὀρ­φα­νούς κι ἐ­μεῖς μα­ζὶ μὲ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους ἰ­δόν­τες ὑ­ψού­με­νον, τὸν Σω­τῆ­ρα, ἐν τρό­μῳ κραυ­γά­ζο­μεν· Τῷ Βα­σι­λεῖ ἡ­μῶν δό­ξα σοι.

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄ ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑΣ

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄
ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑΣ
(ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΕΚΦΩΝΗΘῌ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗΝ ΤΗΝ ΙΝΔΙΚΤΟΥ)

1. Ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐ­κεῖ­νος κρι­νεῖ αὐ­τόν, ὁ Κύ­ριος ἐν Εὐ­αγ­γε­λί­οις φη­σί. Τοῦ­τον καὶ ἡ­μεῖς ὑ­μῖν, ἀ­δελ­φοί, κα­ταγ­γέ­λλο­μεν τὸν λό­γον. Μη­δεὶς οὖν ἀ­κο­αῖς εἰσ­δε­χέ­σθω τοῦ­τον ὡς εἰς ἀ­έ­ρα λυ­ό­με­νον, ἀλλ᾽ ὡς μέ­νον­τα καὶ μέλ­λον­τα τοῖς μὲν δι᾽ ἔρ­γων πει­θο­μέ­νοις σω­τη­ρί­αν πα­ρέ­ξειν, τοῖς δὲ ἀ­θε­τοῦ­σι, καὶ τἀ­ναν­τί­α διὰ τῶν ἔρ­γων ἐ­πι­δει­κνυ­μέ­νοις, ἀν­τι­κα­τα­στή­σε­σθαι πρὸς ἔ­λεγ­χον ἐ­πὶ τοῦ μέλ­λον­τος φρι­κω­δε­στά­του βή­μα­τος ἐ­κεί­νου.
1. Ὁ λό­γος, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐ­κή­ρυ­ξα ἐ­κεῖ­νος θὰ κρί­νῃ, [κα­τὰ τὴν ἐ­σχά­τη ἡ­μέ­ρα], ἐ­κεῖ­νον, [ποὺ μὲ ἀ­θε­τεῖ καὶ δὲν δέ­χε­ται τοὺς λό­γους μου], λέ­γει ὁ Κύ­ριος στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Αὐ­τόν, ἀ­δελ­φοί, τὸν λό­γο [τοῦ Κυ­ρί­ου], δι­α­κη­ρύσ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς σὲ σᾶς. Κα­νείς, ἑ­πο­μέ­νως, ἂς μὴν προσ­λαμ­βά­νει αὐ­τὸν μὲ τὴν ἀ­κο­ὴ του [μό­νο], ὡς νὰ χά­νε­ται στὸν ἀ­έ­ρα, ἀλ­λὰ ὡς νὰ πα­ρα­μέ­νῃ καὶ νὰ πρό­κει­ται νὰ δώ­σῃ σω­τη­ρί­α μὲν σ᾽ ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι πι­στεύ­ουν, [ἐκ­φρά­ζον­τας τὴν πί­στι τους] μὲ ἔρ­γα, σ᾽ ἐ­κεί­νους δὲ οἱ ὁ­ποῖ­οι [τὸν] ἀ­θε­τοῦν καὶ πα­ρου­σιά­ζουν μὲ ἔρ­γα τὰ ἀν­τί­θε­τα [ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ πρό­κει­ται] νὰ ἀν­τι­τα­χθῇ ἐ­ναν­τί­ον [τους] πρὸς ἔ­λεγ­χο, [γιὰ νὰ τοὺς ἐ­λέγ­ξῃ]  σ᾽ ἐ­κεῖ­νο τὸ φο­βε­ρώ­τα­το μελ­λον­τι­κὸ [δι­κα­στι­κὸ] βῆ­μα [τῆς Κρί­σε­ως].


2. Κα­θά­περ οὖν ἡ­μῶν ἕ­κα­στος οἰ­κί­αν καὶ συγ­γέ­νειαν ἔ­χει, καὶ ἀ­γρόν, εἰ τύ­χοι, καὶ ἀμ­πε­λῶ­να, ἔ­τι δὲ καὶ ζῶ­α, χρή­μα­τά τε καὶ κτή­μα­τα δι­ά­φο­ρα, οὕ­τως ἡ­μᾶς ἀν­τὶ πάν­των τού­των διὰ τὴν αὐ­τοῦ φι­λαν­θρω­πί­αν ὁ Θε­ὸς ἡ­γεῖ­ται· οἴ­κος γὰρ ἡ­μεῖς, φη­σὶν ὁ Ἀ­πό­στο­λος, ἐ­σμὲν Θε­οῦ, ἐ­άν περ τὴν ὁ­μο­λο­γί­αν καὶ τὸ καύ­χη­μα τῆς ἐλ­πί­δος μέ­χρι τέ­λους βε­βαί­αν κα­τά­σχω­μεν· διὰ μὲν τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας τὴν εὐ­σέ­βειαν, διὰ δὲ τοῦ καυ­χή­μα­τος τῆς ἐλ­πί­δος τὸν θε­ά­ρε­στον ὑ­πο­δει­κνὺς βί­ον· ὡς καὶ ὁ Θε­ὸς εἶ­πε διὰ τοῦ Προ­φή­του· Γί­νε­σθε ἅ­γιοι, ὅ­τι ἐ­γὼ ἅ­γιος εἰ­μί. Καὶ Ἰ­ω­άν­νης ὁ ἠ­γα­πη­μέ­νος τῷ Χρι­στῷ δεί­κνυ­σι λέ­γων· Οὔ­πω ἐ­φα­νε­ρώ­θη τί ἐ­σό­με­θα, οἴ­δα­μεν δὲ ὅ­τι ἐ­ὰν φα­νε­ρω­θῇ, ὅ­μοι­οι αὐ­τῷ ἐ­σό­με­θα· καὶ πᾶς ὁ ἔ­χων τὴν ἐλ­πί­δα ταύ­την ἁ­γνί­ζει ἑ­αυ­τόν, κα­θὼς ἐ­κεῖ­νος ἁ­γνός ἐ­στιν. Ἐ­σμὲν οὖν καὶ δι­α­με­νοῦ­μεν οἶ­κος τοῦ εἰ­πόν­τος· Ἐ­νοι­κή­σω ἐν αὐ­τοῖς καὶ ἐμ­πε­ρι­πα­τή­σω, καὶ ἔ­σο­μαι αὐ­τῶν Θε­ός, ἐ­ὰν με­τὰ τῆς εὐ­σε­βεί­ας καὶ βί­ον ἔ­χω­μεν κα­θα­ρόν. Ἐ­ὰν δὲ πλημ­με­λῶς καὶ ἀ­με­τα­νο­ή­τως ζῶ­μεν, ἀ­κού­σο­μεν παρ᾽ αὐ­τοῦ· Ἰ­δοὺ ἀ­φί­ε­ται ὁ οἶ­κος ὑ­μῶν ἔ­ρη­μος, καὶ ἐγ­κα­τα­λει­φθη­σό­με­θα, ἵν᾽ εἴ­πω πά­λιν τὸ τῆς Γρα­φῆς· Ὡς σκη­νὴ ἐν ἀμ­πε­λῶ­νι, καὶ ὡς ὁ­πω­ρο­φυ­λά­κιον ἐν σι­κυη­ρά­τῳ, ὅ­ταν τοῦ και­ροῦ τῆς χρεί­ας πα­ρῳ­χη­κό­τος, μη­δὲν χρη­στὸν ἐ­να­πο­κεί­με­νον ἔ­χω­σιν.
2. Κα­θώς, λοι­πόν, ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ἔ­χει οἶ­κο καὶ συγ­γε­νι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον καὶ ἐ­ὰν ἴ­σως τύ­χῃ καὶ ἀ­γρό­κτη­μα καὶ ἀμ­πέ­λι, ἀ­κό­μα δὲ καὶ ζῶα καὶ ὑ­πάρ­χον­τα καὶ δι­ά­φο­ρα πο­λύ­τι­μα πράγ­μα­τα, κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας Του, ὁ Θε­ός, ἐ­μᾶς δι­α­ποι­μαί­νει, ἀν­τὶ ὅ­λων αὐ­τῶν· δι­ό­τι, λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ὁ οἶ­κος τοῦ Θε­οῦ, ἐ­ὰν ὅ­μως κρα­τή­σα­με στα­θε­ρὴ μέ­χρι τέ­λους τὴν ὁ­μο­λο­γί­α καὶ τὸ καύ­χη­μα τῆς ἐλ­πί­δος· ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας [ὁ Ἀ­πό­στο­λος] μὲ τὴν μὲν ὁ­μο­λο­γί­α τὴν εὐ­σέ­βεια, [δη­λα­δή, τὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α τῆς πί­στε­ως], μὲ τὸ καύ­χη­μα δὲ τῆς ἐλ­πί­δος [ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας]  τὸν θε­ά­ρε­στο βί­ο· κα­θὼς καὶ ὁ Θε­ὸς διὰ μέ­σου τοῦ Προ­φή­του εἶ­πε: « νὰ γί­νε­σθε ἅ­γιοι, δι­ό­τι ἐ­γὼ εἶ­μαι ἅ­γιος. Καὶ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ἀ­γα­πη­τὸς στὸν Χρι­στὸ δι­δά­σκει λέ­γον­τας: ἀ­κό­μη δὲν φα­νε­ρώ­θη­κε τί θὰ εἴ­μα­στε, γνω­ρί­ζου­με ὅ­μως ὅ­τι, ὅ­ταν φα­νε­ρω­θῇ, θὰ εἴ­μα­στε ὅ­μοι­οι μ᾽ Αὐ­τόν. Καὶ κα­θέ­νας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει αὐ­τὴ τὴν ἐλ­πί­δα ἁ­γνί­ζει τὸν ἑ­αυ­τό του, κα­θό­σον Ἐ­κεῖ­νος [ὁ Χρι­στός] εἶ­ναι ἀ­γνός. Ἑ­πο­μέ­νως εἴ­μα­στε καὶ  πα­ρα­μέ­νου­με οἶ­κος Ἐ­κεί­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­πε: θὰ κα­τοι­κή­σω με­τα­ξὺ αῦ­τῶν καὶ ἐν­τὸς αὐ­τῶν καὶ θὰ πε­ρι­πα­τή­σω ἀ­νά­με­σά τους καὶ θὰ εἶ­μαι ὁ Θε­ός τους, ἐ­ὰν μα­ζὶ μὲ τὴν εὐ­σέ­βεια [δη­λα­δὴ τὴν ὀρ­θὴ πί­στι] ἔ­χου­με καὶ κα­θα­ρὸ βί­ο. Ἐ­ὰν ὅ­μως ζοῦ­με ἐ­φά­μαρ­τα καὶ ἀ­με­τα­νό­ητα, θὰ ἀ­κού­σω­με ἀ­πὸ Αὐ­τόν: ἰ­δοὺ ἀ­φή­νε­ται ὁ οἶ­κος σας ἔ­ρη­μος καὶ θὰ ἐγ­κα­τα­λει­φθοῦ­με, γιὰ νὰ πῶ πά­λι τὸ [σχε­τι­κὸ χω­ρί­ο] τῆς [Ἁ­γί­ας] Γρα­φῆς: ὅ­πως κα­λύ­βη σὲ ἀμ­πε­λῶ­να καὶ ὅ­πως ἀ­πο­θή­κη ὁ­πω­ρῶν μέ­σα σὲ ἀ­γρό, ὅ­ταν, ἕ­νε­κα τοῦ ὅ­τι ἔ­χει πα­ρέλ­θη ἡ ἐ­πο­χὴ τῆς χρη­σι­μό­τη­τός [τους], δὲν ἔ­χουν ἐν­τός τους φυ­λαγ­μέ­νο κα­νέ­να ἀ­γα­θό.

3.  Ὅ­τι δὲ καὶ ὡς συγ­γε­νεῖς ἡ­μᾶς ἡ­γεῖ­ται ὁ Κύ­ριος, αὐ­τὸς ἐ­στὶν ὁ λέ­γων· Ὃς ἂν ποι­ή­σῃ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Πα­τρός μου τοῦ ἐν οὐ­ρα­νοῖς, οὗ­τος καὶ ἀ­δελ­φός μου καὶ ἀ­δελ­φή μου καὶ μή­τηρ μου ἐ­στιν. Ὁ­ρᾶ­τε τί τὸ προ­ξε­νοῦν ἡ­μῖν τὴν ἀ­νω­τά­τω συγ­γέ­νειαν; ὁ θε­ο­φι­λὴς βί­ος, ἡ ἐν ἀ­ρε­ταῖς ζω­ή, τὸ κα­τὰ τὰς θεί­ας ἐν­το­λὰς πο­λι­τεύ­ε­σθαι· τοῦ­το γάρ ἐ­στι τὸ θέ­λη­μα τοῦ ἀ­νω­τά­τω Πα­τρός. Ὁ δὲ μὴ ποι­ῶν τὸ θέ­λη­μα τοῦ ἀ­νω­τά­τω καὶ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρὸς το­σοῦ­τον ἀ­πέ­χει τῆς πρὸς αὐ­τὸν συγ­γε­νεί­ας, ὡς καὶ πρὸς τὸν ἀν­τι­κεί­με­νον ἔ­χειν τὴν τοῦ γέ­νους ἀ­να­φο­ράν· διὸ καὶ ὁ Κύ­ριος τοῖς Ἰ­ου­δαί­οις ἔ­λε­γεν· Ὑ­μεῖς ἐκ τοῦ πα­τρὸς ὑ­μῶν τοῦ δι­α­βό­λου ἐ­στέ, καὶ τὰς ἐ­πι­θυ­μί­ας αὐ­τοῦ θέ­λε­τε ποι­εῖν. Αὐ­τῶν δὲ λε­γόν­των εἶ­ναι τέ­κνα τοῦ Ἀ­βρα­άμ, πρὸς αὐ­τοὺς πά­λιν ἔ­λε­γεν· Εἰ τέ­κνα τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ἦ­τε, τὰ ἔρ­γα τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­ποι­εῖ­τε ἄν. Ἀμ­πε­λὼν δὲ Κυ­ρί­ου Σα­βα­ώθ, ὁ οἶ­κος Ἰσ­ρα­ήλ ἐ­στι, κα­τὰ τὸν Ἠ­σα­ΐ­αν, δη­λο­νό­τι πάν­τες οἱ τῆς εὐ­σε­βεί­ας ἐ­πι­γνώ­μο­νες.
3. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ δὲ καὶ τὸ ὅ­τι ὁ Κύ­ριος μᾶς θε­ω­ρεῖ ὡς συγ­γε­νεῖς, ὁ Ἴ­διος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει: ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ποιήσῃ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Πα­τέ­ρα μου στοὺς οὐ­ρα­νούς, αὐ­τὸς εἶ­ναι καὶ ἀ­δελ­φός μου καὶ ἀ­δελ­φή μου καὶ μη­τέ­ρα μου. Δεῖ­τε ποι­ὸ [εἶ­ναι] ἐ­κεῖ­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο προ­ξε­νεῖ σὲ μᾶς τὴν ὑ­ψί­στη [με­τὰ τοῦ Θε­οῦ Πα­τρὸς] συγ­γέ­νεια: ὁ θε­ο­φι­λὴς βί­ος, ἡ μὲ ἀ­ρε­τὲς ζω­ή, τὸ νὰ ἐ­νερ­γῇ [κα­νείς], σύμ­φω­να μὲ τὶς θεῖ­ες ἐν­το­λές· δι­ό­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ θέ­λη­μα τοῦ Ὑ­ψί­στου [Θε­οῦ] Πα­τρός. Ἐ­κεῖ­νος, ὅ­μως, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν κά­νει τὸ θέ­λη­μα τοῦ ὑ­ψί­στου [Θε­οῦ] καὶ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρὸς τό­σο πο­λὺ ἀ­πέ­χει ἀ­πὸ τὴν συγ­γέ­νεια πρὸς Αὐ­τόν, ὅσο μά­λι­στα νὰ ἔ­χῃ τὴν σχέ­σι τοῦ γέ­νους, [υἱ­ι­κὸ συγ­γε­νι­κό δε­σμό] μὲ τὸν ἀν­τι­κεί­με­νο [δι­ά­βο­λο]. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος ἔ­λε­γε στοὺς Ἰ­ου­δαί­ους: Ἐ­σεῖς εἶ­στε ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα σας, τὸν δι­ά­βο­λο καὶ θέ­λε­τε νὰ κά­νε­τε τὶ ἐ­πι­θυ­μί­ες αὐ­τοῦ. Κα­θὼς δὲ αὐ­τοὶ ἔ­λε­γαν, ὅ­τι εἶ­ναι τέ­κνα τοῦ Ἀ­βρα­α­άμ, ἔ­λε­γε πά­λι πρὸς αὺ­τούς: Ἐ­ὰν εἴ­σα­σταν τέ­κνα τοῦ Ἀ­βρα­α­άμ, θὰ κά­να­τε τὰ ἔρ­γα τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Καὶ ἀμ­πε­λώ­νας τοῦ Κυ­ρί­ου Σα­βα­ὼθ εἶ­ναι ὁ οἶ­κος Ἰσ­ρα­ήλ, σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἠ­σα­ΐ­α, δη­λα­δὴ ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ γνω­ρί­ζουν κα­λὰ [καὶ ἐξ ἐμ­πει­ρί­ας] τὴν εὐ­σέ­βεια.

4. Ἀλλ᾽ ὁ ἀμ­πε­λὼν οὗ­τος τυγ­χά­νει μὲν ἐ­πι­με­λεί­ας καὶ τῆς πα­ρὰ τοῦ Θε­οῦ κη­δε­μο­νί­ας, ὅ­ταν φέ­ρῃ καρ­πὸν θε­ο­φι­λῆ· ἂν δὲ ἀ­κάν­θας ἀν­τὶ στα­φυ­λῆς ποι­ή­σῃ, του­τέ­στι τὰ κέν­τρα τοῦ θα­νά­του, ἅ­περ εἰ­σὶν αἱ ἁ­μαρ­τί­αι, ἀ­φή­νε­ται ἀ­τη­μέ­λη­τος, καὶ εἰς κα­τα­πά­τη­μα τοῖς ὄν­τως θη­ρί­οις καὶ πο­νη­ροῖς δαί­μο­σι προ­τί­θε­ται, καὶ πυ­ρὶ πα­ρα­δί­δο­ται εἰς καῦ­σιν· διὸ καὶ ὁ Κύ­ριος πρὸς τοὺς οἰ­κεί­ους μα­θη­τὰς εἰ­πών· Ἐ­γώ εἰ­μι ἡ ἄμ­πε­λος, ὑ­μεῖς τὰ κλή­μα­τα, ὁ Πα­τήρ μου ὁ γε­ωρ­γός ἐ­στιν, ἐ­πή­γα­γε· Πᾶν κλῆ­μα ἐν ἐ­μοὶ καρ­πὸν φέ­ρον, κα­θαί­ρει αὐ­τό, ἵ­να πλεί­ω­να καρ­πὸν φέ­ρῃ· τὸ δὲ μὴ καρ­πὸν φέ­ρον, κα­θαί­ρει αὐ­τό, ἵ­να πλεί­ο­να καρ­πὸν φέ­ρῃ· τὸ δὲ μὴ καρ­πὸν φέ­ρον ἐ­βλή­θη ἔ­ξω ὡς τὸ κλῆ­μα καὶ ἐ­ξη­ράν­θη, καὶ συ­νά­γου­σιν αὐ­τὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλ­λου­σι, καὶ καί­ε­ται.
4. Ἀλ­λὰ ὁ ἀμ­πε­λώ­νας αὐ­τὸς ἀ­πο­λαμ­βά­νει βέ­βαι­α τὴν ἐ­πι­μέ­λεια καὶ τὴν πρό­νοι­α ἐκ μέ­ρους τοῦ Θε­οῦ, ὅ­ταν ἀ­πο­φέ­ρῃ καρ­πὸ θε­ο­φι­λῆ. Ἐ­άν, ὅ­μως, πα­ρά­ξῃ ἀν­τὶ γιὰ στα­φύ­λια ἀγ­κά­θια, δη­λα­δὴ τὰ κεν­τριὰ τοῦ θα­νά­του, τὰ ὁ­ποῖ­α βέ­βαι­α εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, ἐγ­κα­τα­λεί­πε­ται ἀ­φρόν­τι­στος καὶ ἐ­κτί­θε­ται γιὰ νὰ κα­τα­συν­τρη­βῇ ἀ­πὸ τὰ ὄν­τως θη­ρί­α, δη­λα­δὴ τοὺς πο­νη­ροὺς δαί­μο­νες καὶ πα­ρα­δί­δε­ται στὴν φω­τιὰ γιὰ νὰ κα­ῇ. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος, ὅ­ταν εἶ­πε πρὸς τοὺς μα­θη­τές του: «Ἐ­γὼ εἶ­μαι ἡ ἄμ­πε­λος, ἐ­σεῖς τὰ κλή­μα­τα· ὁ Πα­τέ­ρας μου εἶ­ναι ὁ γε­ωρ­γός», προ­σέ­θε­σε: «κά­θε κλῆ­μα, ἑ­νω­μέ­νο μὲ μέ­να, τὸ ὁ­ποῖ­ο φέ­ρει καρ­πό, [ὁ Πα­τέ­ρας μου, ὁ γε­ωρ­γός] τὸ κα­θα­ρί­ζει, γιὰ νὰ ἀ­πο­φέ­ρῃ πε­ρισ­σό­τε­ρο καρ­πό· ἐ­κεῖ­νο ὅ­μως [τὸ πρό­σω­πο – ὁ πι­στός], τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν φέ­ρει καρ­πό, ἐ­ρί­φθη ἔ­ξω, ὅ­πως τὸ κλῆ­μα, καὶ ἐ­ξε­ρά­θη καὶ τὰ συ­νά­ζουν καὶ [τὰ] ρί­χνουν στὴν φω­τιά καὶ καί­γε­ται.


5. Ὅ­τι δὲ καὶ ὡς ποί­μνιον οἰ­κεῖ­ον ἡ­μᾶς ἡγεῖ­ται ὁ ποι­ή­σας ἡ­μᾶς, πρὸς τὸν κο­ρυ­φαῖ­ον τοῦ κο­ρυ­φα­ίου χο­ροῦ τῶν ἀ­πο­στό­λων ἔ­λε­γε· Πέ­τρε, φι­λεῖς με; ποί­μαι­νε τὰ ἀρ­νί­α μου, ποί­μαι­νε τὰ πρό­βα­τά μου· πάν­τες γὰρ ἡ­μεῖς ὡς πρό­βα­τα ἐ­πλα­νή­θη­μεν, καὶ ἀ­πο­λώ­λα­μεν ὡς δραχ­μή, δι­α­πε­σοῦ­σα τῆς δε­σπο­τι­κῆς χει­ρός· ἀλλ᾽ ἦλ­θεν ὁ ποι­μὴν ὁ κα­λός, ὁ φύ­σει δε­σπό­της, ἀ­νε­ζή­τη­σεν, εὖ­ρεν, ἔ­σω­σεν, ἑαυ­τῷ συ­νῆ­ψεν ἀῤῥή­τως.
5. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως Ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς δη­μι­ούρ­γη­σε, μᾶς θε­ω­ρεῖ ἀ­κρι­βῶς ὡς δι­κό του ποί­μνιο, ἔ­λε­γε πρὸς τὸν κο­ρυ­φαῖ­ο τοῦ κο­ρυ­φαί­ου χο­ροῦ τῶν Ἀ­πο­στό­λων, [δη­λα­δή, πρὸς τὸν Ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο]: «Πέ­τρε μὲ ἀ­γα­πᾶς; Ποί­με­νε τὰ ἀρ­νί­α μου, ποί­μαι­νε τὰ πρό­βα­τά μου». Δι­ό­τι ἐ­μεῖς ὅ­λοι πλα­νη­θή­κα­με, ὅ­πως τὰ πρό­βα­τα καὶ χα­νό­μα­στε, ὅ­πως ἡ δραχ­μή, ποὺ  ξέ­φυ­γε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τοῦ Δε­σπό­του [Χρι­στοῦ]. Ἀλ­λὰ ἦρ­θε ὁ κα­λὸς ποι­μέ­νας, ὁ φυ­σι­κῶς κύ­ριος [της], [τὴν] ἀ­να­ζή­τη­σε, [τὴν] βρῆ­κε,  [τὴν] ἔ­σω­σε, [τὴν] ἕ­νω­σε μὲ τὸν ἑ­αυ­τόν [Του] ἀρ­ρή­τως.


6.   Ἑπώ­με­θα οὖν, ἀ­δελ­φοί, τῷ κα­λῷ ποι­μέ­νι Χρι­στῷ, πρὸς νο­μὰς εἰ­σά­γον­τι καὶ μάν­δρας ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου. Φυ­λά­ξω­μεν διὰ τῶν ἀ­ρε­τῶν τὴν πρὸς αὐ­τὸν εἰ­κό­να τε καὶ ὁ­μοί­ω­σιν, ἵ­να μὴ τῆς ζω­η­φό­ρου χει­ρὸς ἐκ­πέ­σω­μεν. Καρ­πο­φο­ρή­σω­μεν αὐ­τῷ δι᾽ ἔρ­γων ἀ­γα­θῶν, ἵ­να ἀμ­πε­λὼν Κυ­ρί­ου Σα­βα­ὼθ ὦ­μεν, καὶ νε­ό­φυ­τον ἠ­γα­πη­μέ­νον. Ποι­ῶ­μεν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ τὸ ἀ­γα­θόν, καὶ εὐ­ά­ρε­στον, καὶ τέ­λει­ον, ἵ­να πα­τέ­ρα τοῦ­τον πλου­τή­σω­μεν. Κα­θά­ρω­μεν ἑ­αυ­τοὺς ἀ­πὸ παν­τὸς μο­λυ­σμοῦ σαρ­κὸς καὶ πνεύ­μα­τος, ἵ­να οἶ­κος Θε­οῦ χρη­μα­τί­σω­μεν· ὃς οὐ μό­νον ὡς ἀμ­πε­λῶ­να καὶ οἶ­κον, ἀλ­λὰ καὶ ὡς ἀ­γρὸν οἰ­κεῖ­ον καὶ κα­τε­σπαρ­μέ­νην ἄ­ρου­ρα ἔ­χων τὸ ἡ­μέ­τε­ρον γέ­νος.
6. Ἂς ἀ­κο­λου­θή­σω­με, λοι­πόν, ἀ­δελ­φοὶ τὸν κα­λὸ πο­μέ­να Χρι­στό, για­τὶ μᾶς ὁ­δη­γεῖ μέ­σα σὲ μάν­δρες ζω­ῆς αἰ­ω­νί­ου. Ἂς φυ­λά­ξου­με μὲ τὶς ἀ­ρε­τὲς τὴν σύμ­φω­νη μ᾽ Αὐ­τὸν καὶ εἰ­κό­να καὶ ὁ­μοί­ω­σι, γιὰ νὰ μὴν ρι­φθοῦ­με ἐ­ξω ἀ­πὸ τὸ ζω­η­φό­ρο χέ­ρι [τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ]. Ἂς πα­ρά­ξω­με καρ­ποὺς σ᾽ Αὐτὸν, διὰ ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε ἀμ­πε­λώ­νας τοῦ Κυ­ρί­ου Σα­βα­ὼθ καὶ  ἀ­γα­πη­μέ­νο εὔ­φο­ρο χω­ρά­φι. Ἂς ἐ­κτε­λοῦ­με τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τὸ ἀ­γα­θὸ καὶ εὐ­ά­ρε­στο καὶ τέ­λει­ο, γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σω­με, ὡς πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό, Αὐ­τὸν [τὸν Θε­ό], γιὰ πα­τέ­ρα. Ἂς κα­θα­ρί­σω­με τοὺς ἑ­αυ­τούς μας ἀ­πὸ κά­θε μο­λυ­σμὸ τῆς σάρ­κας καὶ τοῦ πνεύ­μα­τος, γιὰ νὰ κλη­θοῦ­με οἶ­κος Θε­οῦ·  ὁ ὁ­ποῖ­ος [Θε­ὸς λέ­ει στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο], ὅ­τι ἔ­χει τὸ γέ­νος μας ὄ­χι μό­νο ὡς ἀμ­πε­λῶ­να καὶ οἶ­κο ἀλ­λὰ καὶ ὡς δι­κό του ἀ­γρό καὶ ὁ­λο­σπαρ­μέ­νο χω­ρά­φι.

7. Ὡ­μοι­ώ­θη, φη­σίν, ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἀν­θρώ­πῳ, σπεί­ραν­τι κα­λὸν σπέρ­μα ἐν τῷ ἀ­γρῷ αὐ­τοῦ· ἐν δὲ τῷ κα­θεύ­δειν τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἦλ­θεν ὁ ἐ­χθρὸς αὐ­τοῦ καὶ ἔ­σπει­ρε ζι­ζά­νια ἀ­νὰ μέ­σον τοῦ σί­του, καὶ ἀ­πῆλ­θεν. Οὐκ ἀ­καί­ρως δὲ ταύ­την ὁ λό­γος ἤ­νεγ­κεν εἰς μέ­σον τὴν πα­ρα­βο­λήν· ἔ­νι γὰρ δι᾽ αὐ­τῆς ἀ­πο­δοῦ­ναι τὸ χρέ­ος, καὶ πλη­ρῶ­σαι τὴν ὑ­πό­σχε­σιν, ἣν ἐν τῇ πρὸς ταύ­της ὁ­μι­λί­ᾳ πρὸς τὴν ἡ­με­τέ­ραν ἀ­γά­πην ἐ­ποι­η­σά­μην. Δι­δά­σκων γὰρ ὑ­μᾶς πε­ρὶ λο­γι­κοῦ τε καὶ πνευ­μα­τι­κοῦ θέ­ρους, θε­ρι­στὰς μὲν εἶ­ναι τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ θέ­ρους, ὅ ἐ­στιν ἡ ἀ­πὸ ἀ­πι­στί­ας εἰς πί­στιν με­τά­στα­σις, τοὺς ἱ­ε­ροὺς ἀ­πο­στό­λους καὶ τοὺς αὐ­τῶν δι­α­δό­χους, καὶ μέ­χρις ἡ­μῶν κα­τὰ γε­νε­ὰς δι­δα­σκά­λους τῆς εὐ­σε­βεί­ας, εἶ­πόν τε καὶ ὑ­πέ­δει­ξα· τοῦ δὲ λο­γι­κοῦ θέ­ρους, ὅ­περ ἐ­στὶν ἡ ἐν­ταῦ­θα πρὸς τὸν μέλ­λον­τα βί­ον ἡ­μῶν ἑ­κά­στου με­τά­θε­σις, θε­ρι­στὰς μὲν τοὺς ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους ἔ­φην εἶ­ναι τοῦ Θε­οῦ, καὶ πλέ­ον ἔ­χειν τῶν ἀ­πο­στό­λων, ὅ­τι καὶ με­τὰ τὸν θε­ρι­σμὸν ἐ­κλέ­γον­ται καὶ δι­α­χω­ρί­ζου­σιν, ἀ­νὰ μέ­ρος μὲν τοὺς ἀ­γα­θούς, ἀ­νὰ μέ­ρος δὲ τοὺς πο­νη­ρούς· καὶ τοὺς μὲν ἀ­γα­θοὺς προ­πέμ­που­σιν εἰς τὴν τοῦ Θε­οῦ βα­σι­λεί­αν, τοὺς δὲ πο­νη­ροὺς ῥί­πτου­σιν εἰς τὴν γέ­ε­ναν τοῦ πυ­ρός.
7. Λέ­ει [ὁ Θε­ὸς στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο]: «ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν ἔ­γι­νε ὅ­μοι­α μὲ ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­σπει­ρε κα­λὸ σπό­ρο στὸν ἀ­γρό του. Τὴν ὥ­ρα ὅ­μως, ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι [Του] ἐ­κοι­μῶν­το, ἦρ­θε ὁ ἐ­χθρός Του καὶ ἔ­σπει­ρε ζι­ζά­νια ἀ­νά­με­σα στὸ σι­τά­ρι καὶ ἔ­φυ­γε». Καὶ δὲν ἔ­χει φέ­ρει ὁ λό­γος [μου] ἐνδιαμέσως ἄ­καιρα τὴν πα­ρα­βο­λή. Δι­ό­τι εἶ­ναι δυ­να­τὸν δι᾽ αὐ­τῆς [τῆς πα­ρα­βο­λῆς] νὰ ξε­πλη­ρώ­σω τὸ χρέ­ος καὶ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σω τὴν ὑ­πό­σχε­σι, τὴν ὁ­ποί­α στὸ κήρυγμά [μου] ἔκανα στὴν ἀ­γά­πη Σας, σχετικὰ μ᾽ αὐ­τήν [τὴν παραβολὴ καὶ τὴν ἐρμηνεία της]. Δι­ό­τι δι­δά­σκον­τάς σας  καὶ γιὰ τὸν λο­γι­κὸ καὶ γιὰ τὸν πνευ­μα­τι­κὸ θε­ρι­σμό [τὴν πνευματικὴ συγκομιδή], καὶ εἶ­πα καὶ παρουσίασα, ὅ­τι θε­ρι­στὲς τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ θε­ρι­σμοῦ εἶ­ναι οἱ ἱ­ε­ροὶ ἀ­πό­στο­λοι καὶ οἱ δι­ά­δο­χοί τους καὶ δι­δά­σκα­λοι τῆς εὐ­σε­βεί­ας, κα­τὰ γε­νε­ὲς μέ­χρις ἐ­μᾶς, ὁ ὁ­ποῖ­ος [θε­ρι­σμός] εἶ­ναι ἡ με­τά­θεσι ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α στὴν πί­στι. Εἶ­πα δὲ ὅ­τι τοῦ λο­γι­κοῦ θε­ρι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ ἐ­δῶ με­τά­θε­σι τοῦ κα­θε­νός μας πρὸς τὴν μέλ­λου­σα ζω­ή, - [αὐ­τοῦ τοῦ θε­ρι­σμοῦ] θε­ρι­στὲς εἶ­ναι μὲν οἱ ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ καὶ κατέχουν [ἐξουσία] περισσότερο ἀ­πὸ τοὺς ἀ­πο­στό­λους, δι­ό­τι καὶ με­τὰ τὸν θε­ρι­σμὸ συλ­λέ­γουν καὶ δι­α­χω­ρί­ζουν τοὺς ἀ­γα­θούς μὲν στὴν θέ­σι [τους], στὴν δὲ [δική τους] θέ­σι τοὺς πο­νη­ρούς. Καὶ τοὺς μὲν ἀ­γα­θοὺς ἀ­πο­στέλ­λουν στὴν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, τοὺς δὲ πο­νη­ροὺς ρί­χνουν στὴν γέ­ε­να τοῦ πυ­ρός.

8. Εἶ­πον οὖν ταῦ­τα πρώ­ην, οὐκ ἔ­δει­ξα δέ, ἀλλ᾽ ὑ­πε­σχέ­θην, τοῦ Θε­οῦ και­ρὸν καὶ λό­γον δόν­τος, τὴν πα­ρά­στα­σιν δώ­σειν, ἥ­τις ἱκα­νῶς ἔ­σται νῦν ἀ­πο­δε­δο­μέ­νη διὰ τῆς τοῦ Κυ­ρί­ου ταύ­της πα­ρα­βο­λῆς· Ἰ­δόν­τες γάρ, φη­σίν, οἱ δοῦ­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου τὰ ζι­ζά­νια ἐν τῷ ἀ­γρῷ, εἶ­πον τῷ Κυ­ρί­ῳ· Θέ­λεις ἀ­πελ­θόν­τες συλ­λέ­ξω­μεν ταῦ­τα; Ὁ δὲ εἶ­πεν, Οὔ, μή­πο­τε συλ­λέ­γον­τες τὰ ζι­ζά­νια, ἐ­κρι­ζώ­ση­τε ἅ­μα αὐ­τοῖς τὸν σῖ­τον· ἐν δὲ τῷ και­ρῷ τοῦ θε­ρι­σμοῦ ἐ­ρῶ τοῖς θε­ρι­σταῖς· Συλ­λέ­ξα­τε πρῶ­τον τὰ ζι­ζά­νια, καὶ δή­σα­τε εἰς δέ­σμας, πρὸς τὸ κα­τα­καῦ­σαι, τὸν δὲ σῖ­τον συ­νά­γε­τε εἰς τὴν ἀ­πο­θή­κην μου.
8.Εἶ­πα, λοι­πόν, τώ­ρα μό­λις αὐ­τά· δὲν [τὰ] ἐρμήνευσα, ὅ­μως ἀλ­λὰ ὑ­πο­σχέ­θη­κα ὅ­τι, ὅ­ταν ὁ Θε­ὸς δώ­σῃ εὐ­και­ρί­α καὶ λό­γο, θὰ πα­ρου­σιά­σω τὴν τοποθέτησί [μου σχετικά], ἡ ὁ­ποί­α θὰ εἶ­ναι ἐ­παρ­κῶς ἐξηγημένη, τώ­ρα ἀ­μέ­σως, δι᾽ αὐτῆς τῆς πα­ρα­βο­λῆς τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἀ­φοῦ εἶ­δαν, λοι­πόν, λέ­γει [ἡ πα­ρα­βο­λή], οἱ δοῦ­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου στὸν ἀ­γρὸ τὰ ζι­ζά­νια, εἶ­παν στὸν Κύ­ριο: Θέ­λεις νὰ πᾶ­με νὰ τὰ μα­ζέ­ψου­με; Καὶ Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Ὄ­χι, μή­πως τυ­χὸν μα­ζεύ­ον­τας τὰ ζι­ζά­νια, ξε­ρι­ζώ­σε­τε μα­ζὶ μ᾽ αὐ­τὰ τὸ σι­τά­ρι· ἀλ­λὰ τὸν και­ρὸ τοῦ θε­ρι­σμοῦ θὰ πῶ στοὺς θε­ρι­στές: Μα­ζεύ­σα­τε πρῶ­τα τὰ ζι­ζά­νια καὶ δέ­στε [τα] σὲ δε­μά­τια, γιὰ νὰ [τὰ] κα­τα­καύ­σε­τε, τὸ δὲ σι­τά­ρι μα­ζεύ­σα­τέ [το] στὴν ἀ­πο­θή­κη μου.

9.  Τὰ μὲν ζι­ζά­νιά εἰ­σιν, ὡς καὶ ὁ Κύ­ριός φη­σιν, οἱ υἱ­οὶ τοῦ πο­νη­ροῦ· ἐκ γὰρ τῆς ὁ­μοι­ό­τη­τος τῶν ἔρ­γων τὸν χα­ρα­κτῆ­ρα ἐ­κεί­νου φέ­ρον­τες, σπέρ­μα­τά τε αὐ­τοῦ καὶ υἱ­ο­ποί­η­τοι δι­α­τε­λοῦ­σιν αὐ­τῷ. Ὁ δὲ και­ρὸς τοῦ θε­ρι­σμοῦ συν­τέ­λεια τοῦ αί­ῶ­νος τού­του ἐ­στίν· εἰ γὰρ καὶ πόῤ­ῥω­θεν ἤρ­ξα­το, καὶ νῦν ἐ­νερ­γεῖ­ται διὰ τοῦ θα­νά­του, ἀλ­λὰ τό­τε τὸ πέ­ρας λαμ­βά­νει πᾶν. Οἱ δὲ θε­ρι­σταὶ ἄγ­γε­λοί εἰ­σιν· οὗ­τοι γάρ εἰ­σι, καὶ μά­λι­στα τη­νι­καῦ­τα, οἱ τοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως δι­ά­κο­νοι· Ὥ­σπερ γάρ, φη­σί, συλ­λέ­γε­ται τὰ ζι­ζά­νια, καὶ πυ­ρὶ κα­τα­καί­ε­ται, οὕ­τως ἔ­σται ἐν τῇ συν­τε­λεί­ᾳ τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του· ἀ­πο­στε­λεῖ ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ αὐ­τὸς δέ ἐ­στι καὶ Υἱ­ὸς τοῦ ἀ­νω­τά­τω Πα­τρός· Ἀ­πο­στε­λεῖ οὖν οὗ­τος τοὺς ἀγ­γέ­λους αὐ­τοῦ, καὶ συλ­λέ­ξου­σιν ἐκ τῆς βα­σι­λεί­ας αὐ­τοῦ πάν­τα τὰ σκάν­δα­λα.
9.  Τὰ μὲν ζι­ζά­νια εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ ὁ Κύ­ριος λέ­ει, οἱ υἱ­οὶ τοῦ πο­νη­ροῦ [δι­α­βό­λου]· δι­ό­τι ἀ­φοῦ πα­ρου­σιά­ζουν τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἐ­κεί­νου, ἕ­νε­κα τῆς ὁ­μοι­ό­τη­τος τῶν ἔρ­γων [τους] εἶ­ναι καὶ σπέρ­μα­τά του καὶ υἱ­ο­θε­τη­μέ­νοι ἀπ᾽ αὐ­τόν. Ὁ δὲ και­ρὸς τοῦ θε­ρι­σμοῦ εἶ­ναι ἡ συν­τέ­λεια τοῦ αἰ­ῶ­νος. Δι­ό­τι ἂν καὶ ἀ­πὸ πολ­λοῦ χρό­νου ξε­κί­νη­σε [ὁ θε­ρι­σμός] καὶ τώ­ρα ἐ­νερ­γεῖ­ται διὰ τοῦ θα­νά­του, ἀλ­λὰ τό­τε τὸ κα­θε­τὶ λαμ­βά­νει τὸ τέ­λος. Οἱ δὲ θε­ρι­στὲς εἶ­ναι ἄγ­γε­λοι· δι­ό­τι αὐ­τοὶ εἶ­ναι καὶ μά­λι­στα κατ᾽ έ­κεῖ­νο τὸν και­ρὸ [τῆς συν­τε­λεί­ας], οἱ δι­ά­κο­νοι τοῦ ἐ­που­ρα­νί­ου βα­σι­λέ­ως. Δι­ό­τι, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς, λέ­ει [ἡ πα­ρα­βο­λή], μα­ζεύ­ον­ται τὰ ζι­ζά­νια καὶ κα­τα­καί­ον­ται στὴν φω­τιά, ἔ­τσι θὰ εἶ­ναι στὴν συν­τέ­λεια αὐ­τοῦ τοῦ αἰ­ῶ­νος. Θὰ ἀ­πο­στεί­λει ὁ Υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που. Ὁ ἴ­διος δὲ εἶ­ναι καὶ Υἱ­ὸς τοῦ Ὑ­ψί­στου Πα­τρός. Θὰ ἀ­πο­στεί­λει, λοι­πόν, τοὺς ἀγ­γέ­λους Αὑ­τοῦ, νὰ μα­ζέ­ψουν ἀ­πὸ τὴν βα­σι­λεί­α Του ὅ­λα τὰ σκάν­δα­λα [ὅ­λους τοὺς πει­ρα­σμοὺς καὶ ὅ­σους τοὺς προ­καλ­λοῦν].

10. Ὁ γὰρ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὡς μὲν Θε­ὸς πάν­των ἐ­στὶ δε­σπό­της καὶ βα­σι­λεύς, οὐ­ρα­νοῦ τε καὶ γῆς καὶ τῶν ὑ­πὲρ τὸν οὐ­ρα­νόν· ὡς δὲ ἄν­θρω­πος δι᾽ ἡ­μᾶς γε­γο­νώς, καὶ διὰ τοῦ σταυ­ροῦ κα­θε­λὼν τὸν δι᾽ ἀ­πά­της δου­λω­σά­με­νον τὸ ἡ­μέ­τε­ρον γέ­νος, ἡ­μᾶς τε δι᾽ ἑ­αυ­τοῦ λυ­τρω­σά­με­νος, καὶ προ­σα­γα­γὼν τῷ ἰ­δί­ῳ γεν­νή­το­ρι, βα­σι­λεί­αν οἰ­κεί­αν ἔ­χει τὸ ἀνθρώπινον γένος, μά­λι­στα δὲ τὴν ἐκ παν­τὸς γέ­νους ἱ­ε­ρὰν Ἐκ­κλη­σί­αν. Ἀ­πο­στε­λεῖ οὖν οὗ­τος τοὺς ἀγ­γέ­λους αὐ­τοῦ, καὶ συλ­λέ­ξου­σιν ἐκ τῆς βα­σι­λεί­ας αὐ­τοῦ ταύ­της πάν­τα τὰ σκάν­δα­λα, καὶ τοὺς ποι­οῦν­τας τὴν ἀ­νο­μί­αν, τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς δη­λο­νό­τι, καὶ τοὺς μὴ διὰ με­τα­νοί­ας τῶν ἔρ­γων ἀ­πο­στάν­τας τῆς ἁ­μαρ­τί­ας· πᾶ­σα γὰρ ἁ­μαρ­τί­α ἀ­νο­μί­α ἐ­στί· συλ­λέ­ξαν­τες οὖν τού­τους, βα­λοῦ­σιν εἰς τὴν κά­μι­νον τοῦ πυ­ρός· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Βλέ­πε­τε, ἀ­δελ­φοί, θε­ρι­σμὸν καὶ χω­ρι­σμὸν ὄν­τως φρι­κω­δέ­στα­τον καὶ δει­νό­τα­τον! Ἀ­λη­θῶς δὲ ἄ­ρα καὶ τοὺς ἀγ­γέ­λους εἶ­ναι τοὺς τοῦ  θε­ρι­σμοῦ τού­του θε­ρι­στάς, καὶ τῶν ἀ­πο­στό­λων ἔ­χειν τι πλέ­ον ἐλέ­γο­μεν ἡ­μεῖς.
10. Δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος μας, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὡς Θε­ὸς μέν, εἶ­ναι κυ­ρί­αρ­χος καὶ βα­σι­λεὺς τῶν πάν­των, καὶ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τῶν ὑ­πε­ρά­νω τοῦ οὐ­ρα­νοῦ· ὡς δὲ ἄν­θρω­πος, ὁ ὁ­ποῖ­ος γιὰ χά­ρι μας ἔ­χει γί­νει καὶ ἀ­φά­νι­σε μὲ τὸν σταυ­ρό [Του] ἐ­κεῖ­νον, ποὺ μὲ ἀ­πά­τη ὑ­πο­δού­λω­σε τὸ γέ­νος μας καὶ ἐ­μᾶς [μᾶς] λύ­τρω­σε μέ­σῳ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ Του καὶ μᾶς προ­σέ­φε­ρε στὸν δι­κό Του γεν­νή­το­ρα, [ὡς Αὐ­τός, λοι­πόν, ὁ ἄν­θρω­πος] ἔ­χει βα­σι­λεί­α του τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, μά­λι­στα, δὲ τὴν [συ­να­πο­τε­λου­μέ­νη] ἀ­πὸ κά­θε γέ­νος ἱ­ε­ρὰ Ἐκ­κλη­σί­α. Θὰ ἀ­πο­στεί­λῃ, λοι­πόν, Αὐ­τὸς τοὺς ἀγ­γέ­λους του καὶ θὰ μα­ζέ­ψουν ἀ­πὸ τὴν βα­σι­λεί­α του ὅ­λα τὰ σκάν­δα­λα της καὶ ἐ­κεί­νους, ποὺ κά­νουν τὴν ἀ­νο­μί­α, δη­λα­δή, τοὺς αἱ­ρε­τι­κοὺς καὶ ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν ἀ­πο­ξε­νώ­θη­καν, διὰ τῆς με­τα­νοί­ας, ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας· δι­ό­τι κά­θε ἁ­μαρ­τί­α εἶ­ναι ἀ­νο­μία. Ἀ­φοῦ, λοι­πόν, θὰ [τοὺς] μα­ζέ­ψουν αὐ­τοὺς θὰ τοὺς βάλ­λουν στὴν κά­μι­νο τοῦ πυ­ρός. Ἐ­κεῖ θὰ εἶ­ναι ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ ὁ τριγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Κοι­τᾶ­τε, ἀ­δελ­φοί, θε­ρι­σμὸ καὶ χω­ρι­σμὸ πραγ­μα­τι­κὰ τρο­μα­κτι­κώ­τα­το καὶ φρι­κτώ­τα­το! Καὶ ἑ­πο­μέ­νως ἐ­μεῖς σω­στὰ λέ­γα­με, ὅ­τι οἱ ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι οἱ θε­ρι­στὲς αὐ­τοῦ τοῦ θε­ρι­σμοῦ καὶ ὅ­τι ἔ­χουν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους.

11.  Ἰ­δόν­τες οὖν οἱ δοῦ­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου, του­τέ­στιν οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ, τὰ ζι­ζά­νια ἐν τῷ ἀ­γρῷ, του­τέ­στι τοὺς δυ­σε­βεῖς καὶ πο­νη­ροὺς ἀν­θρώ­πους συν­δι­ά­γον­τας με­τὰ τῶν ἀ­γα­θῶν, καὶ τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τοῦ Χρι­στοῦ, καὶ αὐ­τοὺς συμ­βι­ω­τεύ­ον­τας, εἶ­πον τῷ Κυ­ρί­ῳ· Θέ­λεις ἀ­πελ­θόν­τες συλ­λέ­ξω­μεν αὐ­τά; του­τέ­στιν διὰ τοῦ θα­νά­του ἐ­ξά­ρω­μεν αὐ­τοὺς ἀ­πὸ τῆς γῆς; Ὁ δὲ Κύ­ριος πρὸς αὐ­τοὺς εἶ­πεν· Οὔ, μή πο­τε συλ­λέ­γον­τες τὰ ζι­ζά­νια ἐ­κρι­ζώ­ση­τε ἅ­μα αὐ­τοῖς τὸν σῖ­τον.
11. Ὅ­ταν εἶ­δαν, λοι­πόν, οἱ δοῦ­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου, δη­λα­δὴ οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ, τὰ ζι­ζά­νια στὸν ἀ­γρό, δη­λα­δή, τοὺς δυ­σε­βεῖς καὶ πο­νη­ροὺς ἀν­θρώ­πους νὰ συμ­βι­ώ­νουν μὲ τοὺς ἀ­γα­θοὺς καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καὶ αὐ­τοὶ νὰ ζοῦν μα­ζί τους, εἶ­παν στὸν Κύ­ριο. Θέ­λεις νὰ πᾶ­με νὰ μα­ζέ­ψου­με αὐ­τὰ [τὰ ζι­ζά­νια]; Δη­λα­δή,  διὰ μέ­σου τοῦ θα­νά­του νὰ βγά­λου­με αὐ­τοὺς ἀ­πὸ τὴν γῆ; Ὁ δὲ Κύ­ριος εἶ­πε σ᾽ αὐ­τούς: Ὄ­χι, μή­πως τυ­χὸν μα­ζεύ­ον­τας τὰ ζι­ζά­νια, ξε­ρι­ζώ­σε­τε μα­ζὶ μ᾽ αὐ­τὰ τὸ σι­τά­ρι.

12.   Πῶς οὖν, εἴ­περ συ­νέ­λε­γον αὐ­τοῖς τὰ ζι­ζά­νια, εἴ­περ συ­νεκ­κό­πτον­τες διὰ τοῦ θα­νά­του τοὺς πο­νη­ροὺς ἐ­χώ­ρι­ζον ἀ­πὸ τῶν δι­καί­ων, συ­νέ­βαι­νε καὶ τὸν σῖ­τον, ἤ­τοι τοὺς ἀ­γα­θοὺς τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κρι­ζοῦ­σθαι; Πολ­λοὶ τῶν δυσ­σε­βῶν καὶ τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν συν­δι­ά­γον­τες τοῖς εὐ­σε­βῶς καὶ δι­καί­ως βι­οῦ­σι, χρό­νῳ πο­τὲ με­τα­βάλ­λον­ται τῇ με­τα­νοί­ᾳ, καὶ με­τα­μαν­θά­νου­σι τὴν εὐ­σέ­βειαν καὶ τὴν ἀ­ρε­τήν, καὶ ἀν­τὶ ζι­ζα­νί­ων σῖ­τοι γί­νον­ται· καὶ οὕ­τω συ­νέ­βαι­νεν ἐν τῇ συλ­λο­γῇ τῶν ζι­ζα­νί­ων συ­νε­κρι­ζοῦ­σθαι καὶ τὸν σῖ­τον, εἴ­περ ἀ­νάρ­πα­στοι πα­ρὰ τῶν ἀγ­γέ­λων πρὸ τῆς με­τα­νοί­ας ἐ­γέ­νον­το. Ἀλ­λὰ καὶ πολ­λοὶ πο­νη­ροὶ ὄν­τες, τέ­κνα ἢ ἔγ­γο­να ἀ­πε­γέν­νη­σαν ἀ­γα­θῆς προ­αι­ρέ­σε­ως· διὰ τοῦ­το ὁ πάν­τα πρὶν γε­νέ­σε­ως εἰ­δὼς οὐκ ἐ­νέ­δω­κεν ἐ­κρι­ζω­θῆ­ναι πρὸ και­ροῦ τὰ ζι­ζά­νια· Ἐν δὲ τῷ και­ρῷ τοῦ θε­ρι­σμοῦ, φη­σίν, ἐ­ρῶ τοῖς θε­ρι­σταῖς· Συλ­λέ­ξα­τε πρῶ­τον τὰ ζι­ζά­νια, καὶ δή­σα­τε αὐ­τὰ εἰς δε­σμὰς πρὸς τὸ κα­τα­καῦ­σαι· τὸν δὲ σῖ­τον συ­να­γά­γε­τε εἰς τὴν ἀ­πο­θή­κην μου.
12. Πῶς, λοι­πόν, ἐ­ὰν πράγ­μα­τι αὐτοὶ μάζευαν τὰ ζι­ζά­νια· ἐ­ὰν κόβοντας μαζί, διὰ τοῦ θα­νά­του, τοὺς πο­νη­ροὺς [ἀν­θρώ­πους, τοὺς] χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τοὺς δι­καί­ους, [πῶς λοιπὸν] θὰ συ­νέ­βαι­νε νὰ ξε­ρι­ζώ­νε­ται καὶ τὸ σι­τά­ρι, δη­λα­δή, οἱ ἀ­γα­θοὶ ἄν­θρω­ποι; Πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς δυ­σε­βεῖς καὶ ἁ­μαρ­τω­λοὺς συμ­βι­ώ­νον­τας μα­ζὶ μ᾽ ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦν εὐ­σε­βῶς καὶ ἐ­να­ρέ­τως, μελ­λον­τι­κὰ κά­πο­τε με­τα­βάλ­λον­ται διὰ τῆς με­τα­νοί­ας καὶ μα­θαί­νουν κα­λύ­τε­ρα τὴν εὐ­σέ­βεια καὶ τὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ ἀν­τὶ γιὰ ζι­ζά­νια γί­νον­ται σι­τά­ρι· καὶ ἔ­τσι θὰ συ­νέ­βαι­νε, κα­τὰ τὴν συλ­λο­γὴ τῶν ζι­ζα­νί­ων νὰ ξε­ρι­ζώ­νε­ται καὶ τὸ σι­τά­ρι, ἐ­ὰν πράγ­μα­τι ἀρ­πά­ζον­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τοὺς ἀγ­γέ­λους, πρὶν ἀ­πὸ τὴν με­τά­νοι­α. Ἀλ­λὰ καὶ πολ­λοὶ ἂν καὶ εἶ­ναι πο­νη­ροὶ γέν­νη­σαν παι­διὰ καὶ ἐγ­γό­νια ἀ­γα­θῆς προ­αι­ρέ­σε­ως. Γι᾽ αὐ­τὸ Ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος γνω­ρί­ζει τὰ πάν­τα πρὶν τὴν γέν­νη­σι δὲν ἐ­πέ­τρε­ψε νὰ ξε­ρι­ζω­θοῦν πρό­ω­ρα τὰ ζι­ζά­νια. Καὶ κα­τὰ τὸν και­ρὸ τοῦ θε­ρι­σμοῦ, λέ­γει [ὁ Θε­ὸς στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο], θὰ πῶ στοὺς θε­ρι­στές: μα­ζέψ­τε πρῶ­τα τὰ ζι­ζά­νια καὶ δέ­σα­τέ τα σὲ δε­μά­τια γιὰ νὰ [τὰ] κατακαύσετε. Τὸ δὲ σιτάρι μαζέψτε [το] στὴν ἀποθήκη μου.

13. Τοῦ­τό ἐ­στι ἄν­τι­κρυς, ὅ­περ ἐν ἑ­τέ­ρῳ φη­σὶν ὁ Κύ­ριος, ὅ­τι· Εἰ­σελ­θὼν ὁ βα­σι­λεὺς θε­ά­σα­σθαι τοὺς ἀ­να­κει­μέ­νους, εἶ­δεν ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πον οὐκ ἐν­δε­δυ­μέ­νον ἔν­δυ­μα γά­μου καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἑ­ταῖ­ρε, πῶς εἰ­σῆλ­θες ὦ­δε μὴ ἔ­χων ἔν­δυ­μα γά­μου; Ὁ δὲ ἐ­φη­μώ­θη. Τό­τε εἶ­πε τοῖς δι­α­κό­νοις· Δή­σαν­τες αὐ­τοῦ χεῖ­ρας καὶ πό­δας, ἄ­ρα­τε αὐ­τόν, καὶ ἐκ­βά­λε­τε εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των· ὥ­σπερ γὰρ ἐ­κεῖ συ­νῆ­σαν τοῖς ἀ­γα­θοῖς σπέρ­μα­σι τὰ ζι­ζά­νια, οὕ­τως ἐν­ταῦ­θα συ­να­νέ­κει­το τοῖς τὰς ἀ­γα­θὰς πρά­ξεις ὡς νυμ­φι­κὴν δι­πλο­ΐ­δα πε­ρι­κει­μέ­νοις ὁ τὸν κα­τα­φθαρ­μέ­νον καὶ κα­τε­σπι­λω­μέ­νον φο­ρῶν χι­τῶ­να τῆς ἁ­μαρ­τί­ας· καὶ κα­θά­περ ἐ­κεῖ τὰ ζι­ζά­νια πρῶ­τον δε­θῆ­ναι κε­λεύ­ει ὁ Κύ­ριος, εἴ­τα εἰς τὸ πὺρ ἐ­κεῖ­νο ῥι­φῆ­ναι, οὕ­τω καὶ ἐν­ταῦ­θα, πρῶ­τον εἰ­πών, Δή­σαν­τες αὐ­τοῦ χεί­ρας καὶ πό­δας, εἴ­τα φη­σιν, ἐκ­βά­λε­τε αὐ­τὸν εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· καὶ ἐ­πή­γα­γεν ὅ­περ καὶ ἐ­κεῖ, ὅ­τι ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των.
13. Αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀλλοῦ λέγει ὁ Κύριος, ὅτι: ὅταν εἰσῆλθε ὁ βασιλέας νὰ δῇ τοὺς πα­ρα­κα­θή­με­νους [στὸ δεῖ­πνο], εἶ­δε ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν φο­ροῦ­σε ἔν­δυ­μα γά­μου καὶ τοῦ εἶ­πε: Φί­λε, πῶς μπῆ­κες ἐ­δῶ, ἐ­νῶ δὲν ἔ­χεις ἔν­δυ­μα γά­μου; Ἐ­κεῖ­νος δὲ ἔ­μει­νε ἄ­φω­νος. Τό­τε εἶ­πε στοὺς ὑ­πη­ρέ­τες: ἀ­φοῦ δέ­σε­τε τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια του, πᾶρ­τε τον καὶ βγάλ­τε [τον] ἔ­ξω, στὸ σκο­τά­δι τὸ ἐ­ξώ­τε­ρο. ἐ­κεῖ θὰ εἶ­ναι ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ τριγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Δι­ό­τι ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς συ­νυ­πῆρ­χαν μὲ τὰ ἀ­γα­θὰ σπέρ­μα­τα τὰ ζι­ζά­νια, κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο ἐ­δῶ ἐ­κά­θον­το μα­ζὶ μ᾽ ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι πε­ρι­βάλ­λον­ται σὰν νυμ­φι­κὸ μαν­δύ­α τὶς ἀ­γα­θὲς πρά­ξεις, ἐ­κεῖ­νος ὁ ὁ­ποῖ­ος φο­ρᾶ τὸν κα­τα­φθαρ­μέ­νο καὶ κα­τα­λε­ρω­μέ­νο χι­τῶ­να τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Καὶ ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ ὁ Κύ­ριος προ­στά­ζει πρῶ­τα νὰ δε­θοῦν τὰ ζι­ζά­νια, ἔ­πει­τα νὰ  ρι­φθοῦν σ᾽ ἐ­κεῖ­νο τὸ πύρ [τῆς γε­έν­νης], κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο καὶ ἐ­δώ, ἀ­φοῦ πρῶ­τα εἶ­πε νὰ τοῦ δέ­σε­τε τὰ χέ­ρια καὶ τὰ πό­δια, ἔ­πει­τα λέ­γει, βγάλ­τε τον ἔ­ξω στὸ σκο­τά­δι τὸ ἐ­ξώ­τε­ρο. Καὶ προ­σέ­θε­σε ἐ­κεῖ­νο ἀ­κρι­βῶς τὸ ὁ­ποῖ­ο [εἶπε] καὶ ἐ­κεῖ, ὅ­τι ἐ­κεῖ θὰ εἶ­ναι ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ τριγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των.

14. Ὥ­στε τὸ αὐ­τὸ ἐ­στι τῇ γε­έν­νῃ τοῦ πυ­ρὸς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον. Ἀλ­λὰ πῶς τοῦ­το ἀ­φεγ­γέ­στε­ρον ὅν, οὐκ ἐν­δό­τε­ρον σκό­τος λέ­γε­ται, ἀλλ᾽ ἐ­ξώ­τε­ρον; Φῶς ἀ­νέ­σπε­ρον καὶ ἀ­λη­θι­νὸν καὶ ἀ­ΐ­διον, ἐν ᾧ νῦν εἰ­σι τῶν δι­καί­ων τὰ πνεύ­μα­τα, τό­τε δὲ καὶ με­τὰ σώ­μα­τος οἱ ἅ­γιοι ἔ­σον­ται, ὁ Θε­ός ἐ­στιν· αὐ­τὸς γάρ ἐ­στιν ὁ τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἥ­λιος· τοῦ ἡ­λί­ου δὲ τού­του, καὶ τοῦ παρ᾽ αὐ­τοῦ φω­τός, καὶ νῦν οἱ ζῶν­τες ἐν ά­κα­θαρ­σίᾳ καὶ ἀ­δι­κί­ᾳ ἔ­ξω εἰ­σίν, ἀλλ᾽ ἔ­χου­σιν ἐν­ταῦ­θα τὴν ἐλ­πί­δα τῆς με­τα­νοί­ας, καὶ ζῶ­σι τοῦ αί­σθη­τοῦ ­νῦν ἀ­πο­λαύ­ον­τες φω­τός, καὶ τῆς ἀ­πὸ τῶν ἄλ­λων κτι­σμά­των τοῦ Θε­οῦ πα­ρα­μυ­θί­ας, τοῦ Θε­οῦ φι­λαν­θρώ­πως ἀ­νε­χο­μέ­νου καὶ μα­κρο­θύ­μως ἐκ­δε­χο­μέ­νου τὴν τού­των ἐ­πι­στρο­φήν. Οἱ δὲ μὴ με­τα­νο­ή­σαν­τες ἐν­ταῦ­θα, τό­τε καὶ τῆς θεί­ας ἀ­νο­χῆς καὶ μα­κρο­θυ­μί­ας στε­ρη­θέν­τες, καὶ τῆς ἀ­πὸ τῶν αἰ­σθη­τῶν τοῦ Θε­οῦ κτι­σμά­των ἀ­πο­λαύ­σε­ως, καὶ οὔ­τω τοῦ Θε­οῦ ποῤ­ῥω­τέ­ρω γε­γο­νό­τες καὶ αὐ­τῆς τῆς ἐλ­πί­δος ἀ­πο­στε­ρη­μέ­νοι, τῇ αἰ­ω­νί­ῳ πα­ρα­δο­θή­σον­ται κο­λά­σει.
14. Ὥ­στε τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρο εἶ­ναι τὸ ἴ­διο μὲ τὴν γέ­εν­να τοῦ πυ­ρός. Ἀλ­λὰ πῶς αυ­τὸ ἂν καὶ εἶ­ναι σκο­τει­νό­τε­ρο, δὲν ὀ­νο­μά­ζε­ται ἐ­σώ­τε­ρο σκο­τά­δι ἀλ­λὰ ἐ­ξώ­τε­ρο; Φῶς ἀ­νέ­σπε­ρο καὶ ἀ­λη­θι­νὸ καὶ αἰ­ώ­νιο μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο τώ­ρα βρί­σκον­ται τὰ πνεύ­μα­τα τῶν δι­καί­ων, τό­τε δὲ καὶ μα­ζὶ μὲ τὸ σῶ­μα [τους] οἱ ἅ­γιοι θὰ βρί­σκον­ται, εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Δι­ό­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἤ­λιος τῆς δι­και­ο­σύ­νης [τῆς ὅ­λης ἀ­ρε­τῆς]. Ἀπ᾽ αὐ­τὸν τὸν ἤ­λιο καὶ ἀ­πὸ τὸ προ­ερ­χό­με­νο ἀπ᾽ αὐ­τὸν φῶς, αὐ­τοὶ ποὺ ζοῦν μὲ ἀ­κα­θαρ­σί­α καὶ ἀ­δι­κί­α καὶ τώ­ρα εἶ­ναι ἔ­ξω, ἀλ­λὰ ἔ­χουν ἐ­δῶ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς με­τα­νοί­ας καὶ ζοῦν ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τώ­ρα τὸ αἰ­σθη­τὸ φῶς καὶ τὴν πα­ρη­γο­ρί­α τῶν ἄλ­λων δη­μι­ουρ­γη­μά­των τοῦ Θε­οῦ, δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς ἀ­νέ­χε­ται καὶ μα­κρό­θυ­μα πε­ρι­μέ­νει τὴν με­τα­στρο­φή τους. Ἐ­κεῖ­νοι, ὅ­μως, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­δῶ δὲν με­τα­νό­η­σαν, τό­τε, ἀ­φοῦ στε­ρη­θοῦν καὶ τὴν θεί­α ἀ­νο­χὴ καὶ μα­κρο­θυ­μί­α καὶ τὴν ἀ­πό­λαυ­σι ἀ­πὸ τὰ αἰ­σθη­τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ Θε­οῦ καὶ κα­θὼς μ᾽ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο γί­νον­ται ἀ­κό­μα πιὸ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πο­στε­ρη­μέ­νοι καὶ αὐ­τῆς τῆς ἐλ­πί­δας, θὰ πα­ρα­δο­θοῦν στὴν αἰ­ώ­νια κό­λα­σι.

15. Καὶ νῦν μὲν ἔ­ξω τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ φω­τὸς ὄν­τες, ἐ­ξώ­τε­ρον δὲ κα­θά­περ ἔ­φη­μεν, τού­του τό­τε γε­γο­νό­τες, καὶ τῷ ἐ­ξω­τέ­ρῳ τοῦ ὄν­τος φω­τὸς πα­ρα­δο­θέν­τες [recte: πα­ρα­δο­θή­σον­ται] σκό­τει, καὶ τῇ ἀ­πα­ρα­μυ­θή­τῳ θλί­ψι καὶ στε­νο­χω­ρί­ᾳ, ὡς καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λός φη­σιν, ὅ­τι· Τὸ χρη­στὸν τοῦ Θε­οῦ εἰς με­τά­νοι­αν σὲ ἄ­γει, κα­τὰ δὲ τὴν σκλη­ρό­τη­τά σου καὶ ἀ­με­τα­νό­η­τον καρ­δί­αν θη­σαυ­ρί­ζεις σε­αυ­τῷ ὀρ­γὴν ἐν ἡ­μέ­ρᾳ ὀρ­γῆς καὶ δι­και­ο­κρι­σί­ας καὶ ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως Θε­οῦ. Ὀρ­γὴν δὲ Κυ­ρί­ου τίς ὑ­ποί­σει; Τίς ὑ­πο­με­νεῖ τό­τε τὸν ἔ­λεγ­χον καὶ τὴν αἰ­σχύ­νην ἐ­κεί­νην, ἣν ὑ­πέ­δει­ξεν ἡ­μῖν ὁ Κύ­ριος ἐν τῷ Εὐ­αγ­γε­λί­ῳ διὰ τῆς πα­ρα­βο­λῆς, λέ­γων πρὸς τὸν ὡς δυ­σει­δὲς ἔν­δυ­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας πε­ρι­κεί­με­νον· Πῶς εἰ­σῆλ­θες ὧ­δε μὴ ἔ­χων ἔν­δυ­μα γά­μου; τὸν κε­χα­ρι­τω­μέ­νον τῆς ἀ­ρε­τῆς κό­σμον; κἀ­κεῖ­νος γὰρ ἐ­φι­μώ­θη, μὴ ἔ­χων διᾶ­ραι στό­μα. Τίς ὑ­πο­με­νεῖ τό­τε τὸν ἔ­λεγ­χον καὶ τὴν αἰ­σχύ­νην ἐ­κεί­νην, τὴν θεί­αν μετ᾽ ὀρ­γῆς ἀ­πό­φα­σιν ἐ­κεί­νην, καὶ τὴν τῶν ἀγ­γέ­λων εἰς ἐκ­πλή­ρω­σιν ἐ­κεί­νης σφο­δρο­τά­την ὀρ­μήν, ἀ­ναρ­πα­ζόν­των τὸν κα­τά­κρι­τον ἀ­πὸ τοῦ χο­ροῦ τῶν δι­καί­ων, καὶ χω­ρι­ζόν­των τὰ ζι­ζά­νια ἀ­πὸ τοῦ σί­του, καὶ δε­σμούν­των ἀ­νη­λε­ῶς, καὶ ὠ­θούν­των φεῦ εἰς τὴν γέ­εν­ναν! Τίς ὑ­πο­με­νεῖ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον, καὶ εἰς αἰ­ῶ­νας ἀ­φώ­τι­στον ἐ­κεῖ­νο σκό­τος, τὸν ἄ­παυ­στον καὶ ἀ­πα­ρα­μύ­θη­τον ἐκ σφο­δροῦ πέν­θους κλό­νον, καὶ βρυγ­μὸν καὶ συγ­κρου­σμὸν τῶν ὀ­δόν­των; τὴν ἄ­λη­κτον καὶ ἀ­φό­ρη­τον ἐκ τῆς καύ­σε­ως ὀ­δύ­νην τοῦ ἀ­σβέ­στου πυ­ρός; οἶ­ον δὲ τὸ πὺρ ἐ­κεῖ­νο, ὃν καὶ σω­μά­των ἅ­πτε­ται, καὶ τῶν ἐν σώ­μα­σιν ὄν­των, καὶ τῶν οὐκ ἐν σώ­μα­σι πνευ­μα­τι­κῶν ὀ­δυ­νῶν ἅ­μα καὶ πα­ρα­κα­τέ­χον ἀ­θά­να­τα, δι᾽ οὗ καὶ τὸ καθ᾽ ἡ­μᾶς πὺρ τα­κή­σε­ται, κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον, στοι­χεῖ­α δὲ πυ­ρού­με­να τή­κε­ται. Ὅ­ση δὲ τῆς ὀ­δύ­νης προ­σθή­κη τὸ τῆς ἀ­πο­λυ­τρώ­σε­ως ἀ­προσ­δό­κη­τον. Τί δὲ τὸ μη­δὲ ὁ­ρᾷν ᾗ κα­κοῦ κεί­με­θα; καὶ γὰρ ἀ­φώ­τι­στον ἐ­κεῖ­νο τὸ πῦρ· οὗ­τος δὲ ὁ θε­ρι­σμὸς ὁ αὐ­τός ἐ­στι καὶ τῇ ἄ­λω­νι ἐ­κεί­νῃ, ἣν ὁ Χρι­στὸς κα­τέ­χων τὸ πτύ­ον ἐν τῇ χει­ρὶ αὐ­τοῦ δι­α­κα­θα­ρι­εῖ, ὡς ὁ Πρό­δρο­μος αὐ­τοῦ καὶ Βα­πτι­στὴς ἐ­δί­δα­ξε· καὶ τὸν μὲν σῖ­τον συ­νά­ξει εἰς τὴν ἀ­πο­θή­κην αὐ­τοῦ, τὸ δὲ ἄ­χυ­ρον κα­τα­καύ­σει πυ­ρὶ ἀ­σβέ­στῳ· τὰς γὰρ ἀγ­γε­λι­κὰς δυ­νά­μεις πτύ­ον ἐν τῇ χει­ρὶ ὑ­πάρ­χον τοῦ Χρι­στοῦ ὁ Βα­πτι­στὴς ἐ­κά­λε­σε· πτύ­ον δέ ἐ­στι τὸ λικ­μη­τή­ριον.
15. Καὶ ἀ­φοῦ τώ­ρα μὲν εἶ­ναι ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς, καὶ θὰ γί­νουν δὲ τό­τε πιὸ ἔ­ξω, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς εἴ­πα­με, θὰ πα­ρα­δο­θοῦν καὶ στὸ ἐ­ξώ­τε­ρο ἀ­πὸ τὸ ἀ­λη­θι­νὸ φῶς σκο­τά­δι καὶ στὴν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τη θλί­ψι καὶ στε­νο­χω­ρί­α, κα­θὼς καὶ ὁ Ἀ­πό­στο­λος λέ­γει, ὅ­τι ἡ ἀ­γα­θό­της τοῦ Θε­οῦ σὲ ὁ­δη­γεῖ σὲ με­τά­νοι­α, ἀλ­λὰ σύμ­φω­να μὲ τὴν σκλη­ρό­τη­τα σου καὶ τὴν ἀ­με­τα­νό­η­τη καρ­δί­α σου κερ­δί­ζεις γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου ὀρ­γὴ κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς ὀρ­γῆς καὶ τῆς δι­καί­ας κρί­σε­ως καὶ τῆς ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ Θε­οῦ. Ποι­ὸς ὅ­μως θὰ ἀν­τέ­ξῃ τὴν ὀρ­γὴ τοῦ Κυ­ρί­ου; Ποὶ­ος θὰ ὑ­πο­μεί­νῃ τό­τε τὸν ἔ­λεγ­χο καὶ τὴν αἰ­σχύ­νη ἐ­κεί­νη τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριος μᾶς ὑ­πέ­δει­ξε στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ λέ­γον­τας πρὸς ἐ­κεῖ­νον ὁ ὁ­ποῖ­ος φο­ροῦ­σε πράγ­μα­τι τὸ δύ­σμορ­φο ἔν­δυ­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας: Πῶς μπῆ­κες ἐ­δῶ χω­ρὶς νὰ ἔ­χῃς ἔν­δυ­μα γά­μου; Καὶ ἐ­κεῖ­νος, βέ­βαι­α, ἔ­μει­νε ἄ­φω­νος χω­ρὶς νὰ δύ­να­ται νὰ ἀ­νοί­ξῃ τὸ στό­μα [του]. Ποι­ὸς θὰ ὑ­πο­μεί­νῃ τό­τε τὸν ἔ­λεγ­χο καὶ ἐ­κεί­νη τὴν αἰ­σχύ­νη, ἐ­κεί­νη τὴν θε­ϊ­κή, μὲ ὀρ­γὴ ἀ­πό­φα­σι καὶ τὴν σφο­δρό­τα­τη ὀρ­μὴ τῶν ἀγ­γέ­λων γιὰ τὴν ἐκ­πλή­ρω­σι ἐ­κεί­νης [τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­πο­φά­σε­ως], οἱ ὁ­ποῖ­οι θὰ ἀ­πο­σποῦν τὸν κα­τα­δι­κα­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸν χο­ρὸ τῶν δι­καί­ων καὶ θὰ χω­ρί­ζουν τὰ ζι­ζά­νια ἀ­πὸ τὸ σι­τά­ρι καὶ θὰ [τὰ] δέ­νουν χω­ρὶς ἔ­λε­ος καὶ θὰ [τὰ] σπρώ­χνουν -ἀλ­λοί­μο­νο-  στὴν γέ­εν­να! Ποι­ὸς θὰ ὑ­πο­μεί­νῃ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρο καὶ αἰ­ώ­νια ἀ­φώ­τι­στο σκο­τά­δι, τὸν ἄ­παυ­στο καὶ ἀ­πα­ρη­γό­ρη­το ἀ­πὸ τὸ σφο­δρὸ πέν­θος συγ­κλο­νι­σμό, καὶ τρυγ­μὸ καὶ χτύ­πη­μα τῶν δον­τι­ῶν; [Ποι­ὸς θὰ ὑ­πο­μεί­νῃ] τὴν ἀ­κα­τά­παυ­στη καὶ ἀ­φό­ρη­τη ὀ­δύ­νη ἀ­πὸ τὴν καύ­σι τοῦ ἀ­σβέ­στου πυ­ρός;  [Εἶ­ναι] δὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ πύρ τέ­τοι­ο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­νερ­γεῖ καὶ στὰ σώ­μα­τα καὶ [στὶς ὀ­δύ­νες] ἐ­κεῖ­νες, στὶς ὁ­ποῖ­ες ὑ­πό­κειν­ται τὰ σώ­μα­τα καὶ σ᾽ ἐ­κεῖ­νες τὶς πνευ­μα­τι­κὲς ὀ­δύ­νες, [ποὺ δὲν ὑ­πό­κειν­ται] τὰ σώ­μα­τα [ἀλ­λὰ τὰ πνεύ­μα­τα], ἐ­νῶ δι­α­τη­ρεῖ συγ­χρό­νως καὶ [τὰ σώ­μα­τα] ἀ­θά­να­τα, διὰ τοῦ ὁ­ποί­ου θὰ λι­ώ­σῃ καὶ ἡ δι­κή μας [ἐν τῷ νῦν] φω­τιά, σύμ­φω­να μὲ ἐ­κεῖ­νο τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει γρα­φῆ [Β’ Πε­τρ. 3,12]: καὶ στοι­χεῖ­α και­ό­με­να θὰ λι­ώ­σουν. Ὅ­ση δὲ [εἶ­ναι] ἡ προ­σθή­κη τῆς ὀ­δύ­νης, [τό­σο καὶ] τὸ ἀ­νέλ­πι­στο τῆς ἀ­πο­λυ­τρώ­σε­ως [ἀπ᾽ αὐ­τήν]. Τί [φοβερὸ εἶναι] δὲ τὸ οὔτε νὰ βλέπουμε [αὐτὴ τὴν ὀδύνη], στὴν ὁποία βρισκόμεθα λόγῳ τοῦ κακοῦ; Διότι [εἶναι] καὶ σκοτεινὸ ἐκεῖνο τὸ πύρ. Αὐτὸς δὲ ὁ θερισμὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος καὶ στὸ ἀλώνι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἐντελῶς θὰ καθαρίσῃ, κρατώντας τὸ φτυάρι στὸ χέρι του, καθὼς ὁ Πρόδρομος αὐτοῦ καὶ Βαπτιστὴς ἐδίδαξε. Καὶ τὸ μὲν σιτάρι θὰ μαζέψῃ στὴν ἀποθήκη του, τὸ δὲ ἄχυρο θὰ κατακαύσῃ σὲ ἄσβεστο πύρ. Διότι τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις ὀνόμασε ὁ Βαπτιστὴς φτυάρι, ποὺ βρίσκεται στὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ.

16.  Ὥ­σπερ οὖν τοῦ­το ἐν ταῖς χερ­σὶν ὃν τοῦ γε­ωρ­γοῦ κι­νεῖ­ται ὅ­ποι ἂν καὶ ὅ­πως ὁ γε­ωρ­γὸς θε­λή­σῃ, οὕ­τω καὶ οἱ ἄγ­γε­λοι ἐν τῇ χει­ρὶ ὄν­τες καὶ τῇ ἐ­ξου­σί­ᾳ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, κι­νοῦν­ται ὅ­ποι ἂν καὶ ὅ­πως αὐ­τὸς βού­λη­ται, καὶ πλη­ροῦ­σι τὸ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ. Ὅ­περ δὲ ἐν ἐ­κεί­νῳ τῷ θε­ρι­σμῷ ἀ­γρὸν εἶ­πεν, ἄ­λω­να ἐν­ταῦ­θα προ­σεῖ­πεν· ἐν γὰρ τῇ ἄ­λω­νι πάν­τα τὰ ὑ­πὸ τοῦ ἀ­γροῦ συ­να­γό­με­να λαμ­βά­νου­σι τὴν δι­ά­κρι­σιν. Ἣν δὲ συλ­λο­γὴν ἐ­κεῖ τῶν ζι­ζα­νί­ων προ­σέ­τα­ξε γε­νέ­σθαι, κά­θαρ­σιν ἐν­ταῦ­θα τῆς ἄ­λω­νος ἐ­κά­λε­σε. Τὰ δὲ ζι­ζά­νια ἄ­χυ­ρον ἐν­ταῦ­θα προ­ση­γό­ρευ­σε· καὶ γὰρ  καὶ τὰ ζι­ζά­νια κού­φα ὄν­τα, ὡς ἄ­καρ­πα, με­τὰ τοῦ ἀ­χύ­ρου πα­ρα­σύ­ρει ὁ ἄ­νε­μος. Ἴ­σως δὲ καί τι πλέ­ον ἐν­ταῦ­θα διὰ τοῦ ἀ­χύ­ρου αἰ­νίτ­τε­ται, ὅ­τι μὴ μό­νον οἱ πρὸς τοὺς ἀ­γα­θοὺς τῶν γει­τό­νων ἐ­πι­βλα­βεῖς ὑ­πάρ­χον­τες, κα­θά­περ τὰ ζι­ζά­νια τοῖς συ­νεῤ­ῥι­ζω­μέ­νοις, ἀλ­λὰ καὶ οἱ μὴ τοῖς ἄλ­λοις βλα­βε­ροί, εὐ­πε­ρί­τρε­πτοι δὲ καὶ καθ᾽ ἑ­αυ­τοὺς ἀ­νω­φε­λεῖς διὰ τὴν ἀ­καρ­πί­αν, καὶ οὗ­τοι πυ­ρός εἰ­σιν ἄ­ξιοι. Ὃ δὲ ἐ­κεῖ κά­μι­νον πυ­ρός, ἐν­ταῦ­θα πῦρ ἄ­σβε­στον ὠ­νό­μα­σε, δει­κνὺς ὅ­τι ἀ­τε­λεύ­τη­τός ἐ­στιν ἡ μέλ­λου­σα καὶ μέ­νου­σα κό­λα­σις ἐ­κεί­νη, τοῖς διὰ τὴν ἀ­πρα­ξί­αν τῆς ἀ­ρε­τῆς, καὶ τὴν ἐμ­πα­θῆ καὶ ἐ­φά­μαρ­τον ζω­ὴν ἀ­χύ­ρῳ καὶ ζι­ζα­νί­οις πα­ρει­κα­σθεῖ­σιν. Ὃ δὲ ἐν­ταῦ­θα ἀ­πο­θή­κην εἶ­πε, βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ ἠρ­μή­νευ­σεν ἐ­κεῖ· Τό­τε γάρ, φη­σίν, οἱ δί­και­οι ἐ­κλάμ­ψου­σιν ὡς ὁ ἥ­λιος ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ τοῦ Πα­τρὸς αὐ­τῶν. Πῶς δὲ οὐκ εἶ­πε ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ τοῦ Θε­οῦ, ἀλλ᾽ ἐν τῇ βα­σι­λεί­ᾳ τοῦ Πα­τρὸς αὐ­τῶν; ἵ­να δεί­ξῃ, ὅ­τι πρῶ­τον ὁ ἄν­θρω­πος υἱ­ὸς γί­νε­ται Θε­οῦ, καὶ ἄ­ξιος τοῦ πα­τέ­ρα ἐ­πι­κα­λεῖ­σθαι τὸν Θε­όν, καὶ οὕ­τως ἔ­πει­τα κλη­ρο­νό­μος εἰ­κό­τως κα­θί­στα­ται τῆς βα­σι­λεί­ας αὐ­τοῦ. Πῶς δὲ γί­νε­ται υἱ­ὸς Θε­οῦ ὁ ἄν­θρω­πος; διὰ τῆς τῶν ἔρ­γων ὁ­μοι­ό­τη­τος· διὸ καὶ ὁ Κύ­ριος πρὸς τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους λέ­γον­τας, ὅ­τι Τέ­κνα τοῦ Ἀ­βρα­άμ ἐ­σμεν, Εἰ τέ­κνα τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ἦ­τε, φη­σί, τὰ ἔρ­γα τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­ποι­εῖ­τε ἄν. Καὶ πά­λιν αὐ­τῶν λε­γόν­των, Ἥ­μεῖς ἕ­να πα­τέ­ρα ἔ­χο­μεν τὸν Θε­όν, εἶ­πε πρὸς αὐ­τούς· Εἰ ὁ Θε­ὸς Πα­τὴρ ὑ­μῶν ἧν, ἠ­γα­πᾶ­τε ἂν ἐ­μέ· ἐ­γὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θε­οῦ ἐ­ξῆλ­θον καὶ ἥ­κω· ὑ­μεῖς ἐκ τοῦ πα­τρὸς ὑ­μῶν τοῦ δι­α­βό­λου ἐ­στὲ, καὶ τὰς ἐ­πι­θυ­μί­ας αὐ­τοῦ θέ­λε­τε ποι­εῖν.
16.  Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς, ἑ­πο­μέ­νως, αὐ­τό, ὅ­ταν βρί­σκε­ται στὰ χέ­ρια τοῦ γε­ωρ­γοῦ κι­νεῖ­ται ὅ­που κι ἂν καὶ ὅ­πως θὰ θε­λή­σῃ ὁ γε­ωρ­γός, κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο οἱ ἄγ­γε­λοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι βρί­σκον­ται στὸ χέ­ρι καὶ στὴν ἐ­ξου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, κι­νοῦν­ται ὅ­που κι ἂν καὶ ὅ­πως ἀ­πο­φα­σί­ζῃ Ἐ­κεῖ­νος καὶ πραγ­μα­το­ποι­οῦν τὸ θέ­λη­μα Του. Ἐ­κεῖ­νο δὲ ποὺ ὀ­νό­μα­σε ἀ­γρὸ στὸν θε­ρι­σμὸ, ἐ­δῶ [τὸ] ἀ­πε­κά­λε­σε ἀ­λώ­νι. Μέ­σα στὸ ἀ­λώ­νι, βέ­βαι­α, δι­α­χω­ρί­ζον­ται ὅ­λα ἐ­κεῖ­να, τὰ ὁ­ποῖ­α μα­ζεύ­ον­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­γρό. Ἐ­κεῖ­νο δὲ τὸ μά­ζε­μα τῶν ζι­ζα­νί­ων, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­κεῖ πρό­στα­ξε νὰ γί­νῃ, ἐ­δῶ [τὸ] ὀ­νό­μα­σε κα­θά­ρι­σμα τοῦ ἀ­λω­νιοῦ. Τὰ δὲ ζι­ζά­νια ἐ­δῶ [τὰ] ἀ­πε­κά­λε­σε ἄ­χυ­ρο. Δι­ό­τι καὶ τὰ ζι­ζά­νια, κα­θὼς ὡς ἄ­καρ­πα εἶ­ναι ἐ­λα­φρὰ μα­ζὶ μὲ τὸ ἄ­χυ­ρο [τὰ] πα­ρα­σύ­ρει ὁ ἄ­νε­μος. Ἴ­σως δὲ καὶ κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­δῶ μὲ τὸ ἄ­χυ­ρο ὑ­παι­νίσ­σε­ται, ὅ­τι [δη­λα­δὴ] ὄ­χι μό­νον ἐ­κεῖ­νοι, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ἐ­πι­βλα­βεῖς ἐν σχέ­σει πρὸς τοὺς ἀ­γα­θούς [τους] γεί­το­νες, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς τὰ ζι­ζά­νια γιὰ ἐ­κεῖ­να [τὰ φυ­τὰ]  μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α συμ­πλέ­κον­ται οἱ ρί­ζες [τους], ἀλ­λὰ καὶ ἐ­κεῖ­νοι [οἱ ὁ­ποῖ­οι] δὲν [εἶ­ναι] βλα­βε­ροὶ στοὺς ἄλ­λους, ἀλ­λὰ εὔ­κο­λα με­τα­στρε­φό­με­νοι καὶ ἀ­πο­λύ­τως ἀ­νω­φε­λεῖς ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­καρ­πί­ας καὶ αὐ­τοὶ εἶ­ναι ἄ­ξιοι τοῦ πυ­ρός. Ἐ­κεῖ­νο τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­κεῖ [ὀ­νό­μα­σε] κά­μι­νο τοῦ πυ­ρός, ἐ­δῶ [τὸ] ὀ­νό­μα­σε ἄ­σβε­στο πύρ, γιὰ νὰ φα­νε­ρώ­σῃ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­τε­λεύ­τη­τη ἡ μελ­λον­τι­κὴ καὶ ἀ­δι­α­σά­λευ­τη ἐ­κεί­νη κό­λα­σι γιὰ ἐ­κεί­νους οἱ ὁ­ποῖ­οι πα­ρο­μοι­ά­σθη­σαν μὲ ἄ­χυ­ρο καὶ ζι­ζά­νια ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἔλ­λει­ψης ἔρ­γων ἀ­ρε­τῆς καὶ τὴν ἐμ­πα­θῆ καὶ ἐ­φά­μαρ­το ζω­ή. ἐ­κεῖ­νο δὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­δῶ ὀ­νό­μα­σε ἀ­πο­θή­κη, ἐ­κεῖ [τὸ] ἐ­ξή­γη­σε βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Δι­ό­τι τό­τε, λέ­γει [Ματθ. 13,43], οἱ δί­και­οι θὰ λάμ­ψουν ἔν­δο­ξοι, ὅ­πως ὁ ἥ­λιος στὴν βα­σι­λεί­α τοῦ Πα­τρός τους. Γιὰ ποι­ὸ λό­γο ὅ­μως δὲν εἶ­πε στὴν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ στὴν βα­σι­λεί­α τοῦ Πα­τρός τους; Γιὰ νὰ δεί­ξῃ ὅ­τι πρῶ­τα γί­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἄ­ξιος τοῦ νὰ ἀ­πο­κα­λῇ πα­τέ­ρα τὸν Θε­ὸ καὶ  ἔ­πει­τα μ᾽ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο δι­καί­ως κα­θί­στα­ται κλη­ρο­νό­μος τῆς βα­σι­λεί­ας Του. Πῶς ὅ­μως γί­νε­ται ὁ ἄν­θρω­πος υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ;  Μὲ τὴν ὁ­μοι­ό­τη­τα τῶν ἔρ­γων του. Γι᾽ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος πρὸς τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, ὅ­ταν λέ­γουν ὅ­τι εἴ­μα­στε παι­διὰ τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ λέ­ει: Ἐ­ὰν εἶ­στε παιδιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, θὰ κά­να­τε τὰ ἔρ­γα τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Καὶ ὅ­ταν πά­λι αὐ­τοὶ λέ­γουν: ἐ­μεῖς ἕ­να πα­τέ­ρα ἔ­χο­με, τὸν Θε­ό, εἶ­πε πρὸς αὐ­τούς: Ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς ἦ­ταν ὁ Πα­τέ­ρας σας, θὰ μὲ ἀ­γα­πού­σα­τε. Δι­ό­τι ἐ­γὼ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἔ­χω προ­έλ­θη καὶ ἔ­χω ἔρ­θη [σὲ σᾶς μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σί μου]. Ἐ­σεῖς εἶ­στε ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα σας τὸν δι­ά­βο­λο καὶ θέ­λε­τε νὰ κά­νε­τε τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες του.

17. Ὁ­ρᾶ­τε πῶς ἐκ τῶν πο­νη­ρῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καὶ πρά­ξε­ων υἱ­ο­ποι­εῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος τῷ δι­α­βό­λῳ, καὶ οὕ­τω κλη­ρο­νό­μος γί­νε­ται τοῦ αἰ­ω­νί­ου πυ­ρός; Οὕ­τω καὶ διὰ τῶν ἀ­γα­θῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καὶ πρά­ξε­ων ἐ­ξο­μοι­οῦ­ται τῷ Θε­ῷ, καὶ υἱ­ο­ποι­εῖ­ται τού­τῳ, καὶ κλη­ρο­νό­μος γί­νε­ται τῆς βα­σι­λεί­ας αὐ­τοῦ. Καὶ τοῦ­το δει­κνὺς ὁ Κύ­ριος, ὡς ὁ­μοι­ό­της πρὸς τὸν Θε­όν ἐ­στιν ἡ ἀ­ρε­τή· Ἐν­το­λήν, φη­σί, και­νὴν δί­δω­μι ὑ­μῖν, ἵ­να ἀ­γα­πᾶ­τε ἀλ­λή­λους, κα­θὼς ἐ­γὼ ἠ­γά­πη­σα ὑ­μᾶς, ἵ­να καὶ ὑ­μεῖς ἀ­γα­πᾶ­τε ἀλ­λή­λους· καὶ εἰ ἐ­γὼ ἔ­νι­ψα ὑ­μῶν τοὺς πό­δας ὁ Κύ­ριος καὶ δι­δά­σκα­λος, καὶ ὑ­μεῖς ὀ­φεί­λε­τε ἀλ­λή­λων νί­πτειν τοὺς πό­δας· ὑ­πό­δειγ­μα γὰρ δέ­δω­κα ὑ­μῖν, ἵ­να κα­θὼς ἐ­ποί­η­σα ὑ­μῖν, καὶ ὑ­μεῖς ποι­ῆ­τε. Καί, Μά­θε­τε ἀπ᾽ ἐ­μοῦ ὅ­τι πρᾶ­ός εἰ­μι καὶ τα­πει­νὸς τῇ καρ­δί­ᾳ, καὶ εὑ­ρή­σε­τε ἀ­νά­παυ­σιν ταῖς ψυ­χαῖς ὑ­μῶν. Καί, γί­νε­σθε οἰ­κτίρ­μο­νες, κα­θὼς καὶ ὁ Πα­τὴρ ὑ­μῶν οἰκτίρ­μων ἐ­στί. Καί, ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν, καὶ ἀ­γα­θο­ποι­εῖ­τε καὶ δα­νεί­ζε­τε μη­δὲν ἀ­πελ­πί­ζον­τες, καὶ ἔ­σθαι ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς, καὶ ἔ­σε­σθε υἱ­οὶ τοῦ Ὑ­ψί­στου, ὅ­τι αὐ­τὸς χρη­στός ἐ­στιν ἐ­πὶ τοὺς ἀ­χα­ρί­στους καὶ πο­νη­ρούς. Ὁ γοῦν διὰ τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῶν ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν πρὸς τὸν Θε­ὸν ἔ­χων τὴν ὁ­μοι­ό­τη­τα, οὗ­τος πα­τέ­ρα διὰ τῶν ἔρ­γων πλου­τή­σας τὸν Θε­όν, κλη­ρο­νό­μος ἔ­σται τῆς πα­τρι­κῆς βα­σι­λεί­ας· ἧς ὁ ἐ­κ­πε­σὼν οὐχ ἁ­πλῶς ἀ­πο­τυγ­χά­νει ταύ­της, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­φεγ­γεῖ πα­ρα­δί­δο­ται σκό­τει, ἀ­φο­ρή­τως καὶ ἀ­τε­λευ­τή­τως κα­τα­καί­ον­τι. Ὅ­στις οὒν ἐ­θέ­λει ῥυ­σθῆ­ναι τῆς ἀ­λή­κτου κο­λά­σε­ως ἐ­κεί­νης, καὶ τῆς ἀ­ϊ­δί­ου τοῦ Θε­οῦ βα­σι­λεί­ας κλη­ρο­νό­μος γε­νέ­σθαι, μὴ ζι­ζά­νιον ἔ­στω, σπέρ­μα πο­νη­ρὸν καὶ βλα­πτι­κόν, ὡς εἶ­ναι κοι­νὴ λύ­μη σώ­μα­σι τε καὶ ψυ­χαῖς τῶν ἐγ­γι­ζόν­των, πα­ρά­δειγ­μα θε­ο­μι­σὲς προ­κεί­με­νος πο­νη­ρῶν ἔρ­γων τε καὶ λό­γων, μη­δὲ κα­λά­μι καὶ ἄ­χυ­ρον, οὕ­τω μὲν κοῦ­φος ὡς εὐ­ρύ­πι­στος εἶ­ναι ταῖς τοῦ πο­νη­ροῦ πνεύ­μα­τος αὔ­ραις τε καὶ προ­σβο­λαῖς, οὕ­τω δὲ ἀ­χρεῖ­ος, ὡς εἰς βρῶ­σιν πα­θῶν ἀ­λό­γων καὶ δαι­μό­νων προ­κεῖ­σθαι· ἀλ­λὰ σῖ­τος ἔ­στω, πάν­των τῶν ἀ­χρεί­ων καὶ πο­νη­ρῶν ἔρ­γων καὶ λό­γων ἀ­πε­χό­με­νος, καὶ τὰς ἀν­τι­θέ­τους ἀ­ρε­τὰς ἐρ­γα­ζό­με­νος, καὶ φέ­ρων τοὺς τῆς με­τα­νοί­ας καρ­πούς· οὕ­τω γὰρ ἂν εἴ­η τῆς οὐ­ρα­νί­ου ἀ­πο­θή­κης ἄ­ξιος, καὶ υἱ­ὸς κλη­θεί­η τοῦ ἀ­νω­τά­του Πα­τρός, καὶ εἰς τὴν ἐ­κεί­νου βα­σι­λεί­αν ὡς κλη­ρο­νό­μος εἰ­σέλ­θοι χαί­ρων, τῇ θεί­ᾳ δό­ξῃ πε­ρι­λαμ­πό­με­νος· ἧς γέ­νοι­το πάν­τας ἡ­μᾶς ἐ­πι­τυ­χεῖν χά­ρι­τι καὶ φι­λαν­θρω­πί­ᾳ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ᾧ πρέ­πει δό­ξα σὺν τῷ ἀ­νάρ­χῳ αὐ­τοῦ Πα­τρὶ καὶ τῷ πα­να­γί­ῳ καὶ ἀ­γα­θῷ καὶ ζω­ο­ποι­ῷ Πνεύ­μα­τι νῦν καὶ ἀ­εί, καὶ εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.
17.   Βλέ­πε­τε, πῶς ἀ­πὸ τὶς πο­νη­ρὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ πρά­ξεις υἱ­ο­θε­τεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο καὶ γί­νε­ται μ᾽ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο κλη­ρο­νό­μος τοῦ αἰ­ω­νί­ου πυ­ρός; Κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο καὶ μὲ τὶς ἀ­γα­θὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ πρά­ξεις ἐ­ξο­μοι­ώ­νε­ται μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ υἱ­ο­θε­τεῖ­ται ἀπ᾽ αὐ­τὸν καὶ γί­νε­ται κλη­ρο­νό­μος τῆς βα­σι­λεί­ας Του. Καὶ δεί­χνον­τας αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος, ὅ­τι δη­λα­δὴ ὅ­τι ὁ­μοι­ό­τη­τα μὲ τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τή, λέ­γει: Σᾶς πα­ρα­δί­δω και­νούρ­για ἐν­το­λή: νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον, ὅ­πως ἐ­γὼ ἀ­γά­πη­σα ἐ­σᾶς, νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε καὶ ἐ­σεῖς ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο. Καὶ ἐ­ὰν ἐ­γὼ ἔ­πλυ­να τὰ πό­δια σας, ὁ Κύ­ριος καὶ ὁ δι­δά­σκα­λος καὶ ἐ­σεῖς ὀ­φεί­λε­τε νὰ πλέ­νε­τε τὰ πό­δια ὁ ἕ­νας τοῦ ἄλ­λου. Δι­ό­τι σᾶς ἔ­δω­σα ὑ­πό­δειγ­μα, ὅ­πως ἔ­πρα­ξα σ᾽ ἐ­σᾶς καὶ ἐ­σεῖς νὰ πρά­ξε­τε. Καὶ μά­θε­τε ἀ­πὸ ἐ­μέ­να ὅ­τι εἶ­μαι πρᾶ­ος καὶ τα­πει­νὸς κα­τὰ τὴν καρ­δί­α καὶ θὰ βρῆ­τε ἀ­νά­παυ­σι στὶς ψυ­χές σας. Καὶ νὰ γί­νε­σθε φι­λεύ­σπλα­χνοι, ὅ­πως καὶ ὁ πα­τέ­ρας σας εἶ­ναι φι­λεύ­σπλα­χνος. Καὶ νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθρούς σας καὶ νὰ πράτ­τε­τε τὸ ἀ­γα­θὸ καὶ νὰ δα­νεί­ζε­τε χω­ρὶς νὰ ἐλ­πί­ζε­τε τί­πο­τα, [νὰ ἀ­πο­βλέ­πε­τε στὴν ἀ­πό­δο­σι] καὶ θὰ εἶ­ναι ὁ μι­σθός σας πο­λύς καὶ θὰ εἶ­σθε υἱ­οὶ τοῦ Ὑ­ψί­στου, δι­ό­τι Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­γα­θὸς στοὺς ἀ­χα­ρί­στους καὶ πο­νη­ρούς. Ἐ­κεῖ­νος, βε­βαί­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­κτᾶ τὴν ὁ­μοι­ό­τη­τα μὲ τὸν Θε­ὸ διὰ τῆς ἀ­γά­πης καὶ τῶν ἄλ­λων ἀ­ρε­τῶν, αὐ­τὸς ἀ­φοῦ ὡς ὑ­περ­πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρὸ ἀ­πέ­κτη­σε πα­τέ­ρα [του] τὸν Θε­ό, θὰ εἶ­ναι κλη­ρο­νό­μος τῆς πα­τρι­κῆς βα­σι­λεί­ας, ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­κεῖ­νος ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐκ­δι­ώ­χθη­κε, ὄ­χι ἁ­πλὰ τὴν χά­νει, ἀλ­λὰ καὶ πα­ρα­δί­δε­ται σὲ ἀ­φώ­τι­στο σκο­τά­δι, τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τα­καί­ει ἀ­φό­ρη­τα καὶ ἀ­τε­λεύ­τη­τα.  Ἐ­κεῖ­νος, λοι­πόν, ὁ ὁ­ποῖ­ος θέ­λει νὰ λυ­τρω­θῇ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴν μελ­λον­τι­κὴ κό­λα­σι καὶ νὰ γί­νῃ κλη­ρο­νό­μος τῆς αἰ­ω­νί­ου βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἂς μὴν εἶ­ναι ζι­ζά­νιο, βλα­στὸς πο­νη­ρὸς καὶ ἐ­πι­βλα­βής, ὥ­στε νὰ εἶ­ναι κοι­νὴ βλά­βη καὶ γιὰ τὰ σώ­μα­τα καὶ γιὰ τὶς ψυ­χὲς ἐ­κεί­νων, ποὺ [τὸν] πλη­σιά­ζουν, θε­ο­μί­ση­το πα­ρά­δειγ­μα, πρό­τα­σι γιὰ πο­νη­ρὰ ἔρ­γα καὶ λό­γους, οὔ­τε κα­λά­μι καὶ ἄ­χυ­ρο, κα­τὰ τέ­τοι­ο μὲν τρό­πο ἐ­λα­φρύς, ὥ­στε νὰ εἶ­ναι ἀ­νοι­κτὸς καὶ εὐ­κο­λό­πι­στος καὶ στὶς ἐμπνεύ­σεις καὶ στὶς  προ­σβο­λὲς τοῦ πο­νη­ροῦ πνεύ­μα­τος, κα­τὰ τέ­τοι­ο δὲ τρό­πο ἀ­χρεῖ­ος, ὥ­στε νὰ προ­σφέ­ρε­ται γιὰ τρο­φὴ τῶν ἀ­λό­γων πα­θῶν καὶ τῶν δαι­μό­νων. Ἀλ­λὰ ἂς εἶ­ναι σι­τά­ρι, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐγ­κρα­τεύ­ε­ται ἀπ᾽ ὅ­λα τὰ ἀ­χρεῖ­α καὶ πο­νη­ρὰ ἔρ­γα καὶ  τοὺς λό­γους καὶ ἐρ­γά­ζε­ται τὶς ἀν­τί­θε­τες [πρὸς αὐ­τὰ] ἀ­ρε­τὲς καὶ καρ­πο­φο­ρεῖ τοὺς καρ­ποὺς τῆς με­τα­νοί­ας. Δι­ό­τι κατ᾽ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο θὰ εἶ­ναι ἄ­ξιος τῆς οὐ­ρά­νιας ἀ­πο­θή­κης καὶ θὰ ὀ­νο­μα­σθῇ υἱ­ὸς τοῦ ἀ­νω­τά­του Πα­τρὸς καὶ θὰ εἰ­σέλ­θῇ γε­μά­τος χα­ρ­ά, ὡς κλη­ρο­νό­μος στὴν βα­σι­λεί­α ἐ­κεί­νου, ὁ­λό­λαμ­προς ἀ­πὸ τὴν θεί­α δό­ξα, τὴν ὁ­ποί­α μα­κά­ρι νὰ γί­νῃ νὰ ἐ­πι­τύ­χου­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς μὲ τὴν Χά­ρι καὶ τὴν φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, στὸν ὁ­ποῖ­ο πρέ­πει ἡ δό­ξα μα­ζὶ μὲ τὸν ἄ­ναρ­χο Αὐ­τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ τὸ πα­νά­γιο καὶ ζω­ο­ποι­ὸ Πνεῦ­μα νῦν καὶ ἀ­εὶ καὶ εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­μήν.


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΓΕΛΗΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΑΓΓΕΛΗΣ

                Ὁ Ἅ­γιος Ἀγ­γε­λῆς ἔ­ζη­σε στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Σουλ­τά­νου Μω­ά­μεθ Δ’ (1618 -1687). Ἡ κα­τοι­κί­α του βρι­σκό­ταν κον­τὰ στὴν ἐκ­κλη­σί­α τῶν ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καὶ Ἑ­λέ­νης, τὴν ἐ­πο­νο­μα­ζο­μέ­νη τῆς Κα­ρα­μα­νί­ας. Ἦ­ταν ἔγ­γα­μος μὲ ἓξ παι­διὰ καὶ συν­τη­ροῦ­σε τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του ἀ­πὸ τὴν χρυ­σο­χο­ΐ­α, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­σκοῦ­σε ὡς τέ­χνη. Κα­τὰ τὸ ἔ­τος 1680, λί­γο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Πό­λη, στὸν πα­ρα­θα­λάσ­σιο οἰ­κι­σμὸ τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, στὶς 23 Αὐ­γού­στου, ὅ­πως κά­θε χρό­νο, οἱ χρι­στια­νοὶ πα­νη­γύ­ρι­ζαν, τὴν Ἀ­πό­δο­σι τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου – τὰ ἐν­νι­ά­με­ρα.  Μα­ζί τους ἦ­ταν καὶ ὁ Ἀγ­γε­λῆς. Στὴν πα­νή­γυ­ρι αὐ­τὴ βρέ­θη­καν κά­ποι­οι ἀρ­νη­σί­χρη­στοι Ἕλ­λη­νες, ποὺ εἶ­χαν γί­νει Τοῦρ­κοι. Γε­λών­τας καὶ παί­ζον­τας τρα­βοῦ­σαν τὰ κα­λύμ­μα­τα τῆς κε­φα­λῆς τῶν Ἑλ­λή­νων, τὰ φο­ροῦ­σαν οἱ ἴ­διοι καὶ σ᾽ ἐ­κεί­νους ἔ­βα­ζαν χά­ριν ἀ­στε­ϊ­σμοῦ τὰ λευ­κά τους σα­ρί­κια. Κά­πο­τε τὸ ἀ­στεῖ­ο τε­λεί­ω­σε, ὅ­πως καὶ ἡ πα­νή­γυ­ρις καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­πέ­στρε­ψαν στὰ σπί­τια τους.
            Τὸ πρω­ῒ τῆς ἑ­πομέ­νης, οἱ ἐ­ξω­μό­τες αὐ­τοὶ ἦρ­θαν στὸ σπί­τι τοῦ Ἀγ­γε­λῆ καὶ τὸν ἤ­λεγ­ξαν, για­τὶ φο­ρᾶ χρι­στι­α­νι­κὸ κά­λυμ­μα καὶ ὄ­χι ἄ­σπρο σα­ρί­κι, ἐ­νῶ ἤ­δη ἀ­πὸ χθὲς εἶ­χε γί­νει μου­σουλ­μά­νος. Ὁ Ἀγ­γε­λῆς ἀ­γα­νά­κτη­σε μα­ζί τους, ἀρ­νή­θη­κε, ὅ­τι ἔ­γι­νε πο­τὲ μου­σουλ­μά­νος, δι­α­κή­ρυ­ξε δὲ ὅ­τι ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι χρι­στια­νός. Τό­τε ἐ­κεῖ­νοι κά­λε­σαν τοὺς Τούρ­κους καὶ τὸν συ­νέ­λα­βαν. Τὸν ὁ­δή­γη­σαν στὸν κρι­τή, κα­τα­μαρ­τυ­ρών­τας, ὅ­τι δῆ­θεν εἶ­χε ἀ­σπα­σθεῖ τὴν προ­η­γου­μέ­νη τὸν ἰσ­λα­μι­σμό, φο­ρών­τας μά­λι­στα καὶ τὰ δι­α­κρι­τι­κὰ τῶν μου­σουλ­μά­νων. Ὁ Ἅ­γιος Μάρ­τυς ἀρ­νή­θη­κε σθε­να­ρὰ καὶ στὴν ἐμ­μο­νή του ὁ κρι­τὴς ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ στεί­λῃ τὴν ὑ­πό­θε­σι στὸν βε­ζύ­ρη. Ἐ­κεῖ­νος κατ᾽ ἀρ­χὰς τὸν ἐ­νου­θέ­τη­σε φι­λι­κὰ καὶ τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε τι­μὲς καὶ χρή­μα­τα. Ἀρ­νου­μέ­νου δὲ τοῦ Μάρ­τυ­ρος ν᾽ ἀλ­λά­ξῃ τὴν πί­στι του, ὁ βε­ζύ­ρης ἀλ­λά­ζει τα­κτι­κὴ καὶ τὸν στέλ­νει στὴν φυ­λα­κή, ὅ­που βα­σα­νί­ζε­ται φρι­κτά. Μα­ζὶ μὲ τὸν σω­μα­τι­κὸ ὑ­φί­στα­ται καὶ τὸν ψυ­χο­λο­γι­κὸ βα­σα­νι­σμό. Τὸν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται στὴν φυ­λα­κὴ Τοῦρ­κος γεί­το­νάς του μὲ τὸ ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Μπέ­η, ὁ ὁ­ποῖ­ος μά­ται­α προ­σπα­θεῖ νὰ τὸν με­τα­πεί­σῃ. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ γυ­ναί­κα του τοῦ γί­νε­ται σκάν­δα­λο, θρηνών­τας γιὰ τὴν ἐμ­μο­νή του στὴν πί­στι, ποὺ θὰ τὴν ἄ­φη­νε μό­νη της μὲ ὀρ­φα­νὰ τὰ παι­διά τους. Φεύ­γει ὅ­μως ἀ­πὸ τὴν φυ­λα­κὴ τοῦ Μάρ­τυ­ρος πα­ρη­γο­ρη­μέ­νη καὶ ἐ­λεύ­θε­ρη, γνω­ρί­ζον­τας, ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν θὰ ἔ­παυ­ε πο­τὲ νὰ εἶ­ναι ἀ­νά­με­σά τους καὶ νὰ τοὺς ἑ­νώ­νῃ μὲ τὴν Χά­ρι καὶ τὴν Δύ­να­μί Του.
            Ὁ βε­ζύ­ρης σὲ μιὰ τε­λευ­ταί­α προ­σπά­θεια ζη­τᾶ ἀ­πὸ τὸν Ἅ­γιο νὰ ἀ­σπα­σθῇ τὸν ἰσ­λα­μι­σμό. Ὁ Ἅ­γιος Μάρ­τυς ἀρ­νεῖ­ται καὶ ὁ­δη­γεῖ­ται στὸν θά­να­το. Ἔμ­πλε­ος Χά­ρι­τος καὶ χα­ρᾶς ὁ­δεύ­ει πρὸς τὸ μαρ­τύ­ριο. Τὴν 1η Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ 1680 κον­τὰ στὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λι ἀ­πο­κε­φα­λί­ζε­ται ὁ Ἅ­γιος Μάρ­τυς Ἀγ­γε­λῆς γιὰ τὴν πί­στι του στὸν Χρι­στό. Τὰ με­σά­νυ­κτα οἱ Χρι­στια­νοὶ ἀλ­λὰ καὶ οἱ Τοῦρ­κοι πα­ρα­τη­ροῦ­σαν μιὰ πύ­ρι­νη στή­λη νὰ κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ πά­νω στὰ λεί­ψα­να τοῦ Ἅ­γί­ου. Τὸ θαῦ­μα κά­νει τοὺς Τούρ­κους νὰ δι­α­τά­ξουν νὰ ρι­φθῇ τὸ λεί­ψα­νο στὴν θά­λασ­σα. Ὁ σύλ­λο­γος τῶν Γου­να­ρά­δων τῆς Πό­λης προ­λα­βαί­νει καὶ τὸ ἀ­γο­ρά­ζει ἀ­πὸ τὸν Μου­σοὺρ Πα­σᾶ. Γιὰ νὰ φθά­σῃ ἀ­σφα­λῶς καὶ ἀ­θό­ρυ­βα στὰ χέ­ρια τῶν Ἑλ­λή­νων ἐ­πι­νο­εῖ­ται τέ­χνα­σμα πα­ρά­δο­σής του στὴν θά­λασ­σα ἐν πλῷ καὶ κα­τὰ τὴν ὥ­ρα τῆς δι­α­τε­ταγ­μέ­νης ρί­ψης του στὸ πέ­λα­γος. Ὅ­ταν οἱ Ἕλ­λη­νες πα­ρέ­λα­βαν τὸ ἅ­γιο λεί­ψα­νο τοῦ ἀ­πέ­δω­σαν τὶς τι­μὲς τῆς εὐ­λα­βεί­ας τους καὶ τὸ ἐ­νε­τε­φί­α­σαν στὴν νῆ­σο Πρώ­τη, στὸ ἐ­κεῖ μο­να­στή­ρι τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος. Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της μά­λι­στα Δρύ­στρας Παρ­θέ­νιος συ­νέ­θε­σε ἐγ­κώ­μια πρὸς τι­μὴν τοῦ Μάρ­τυ­ρος. Πα­ρα­δί­δε­ται δὲ ὡς ση­μεῖ­ο καὶ τὸ ἑ­ξῆς. Ὁ ἡ­γού­με­νος τῆς Μο­νῆς τῆς Πρώ­της, Ἀ­θα­νά­σιος ἐ­το­πο­θέ­τη­σε τὸ ἅ­γιο λεί­ψα­νο στὸν τά­φο τοῦ προ­η­γου­με­νεύ­σαν­τος. Τὴν ἴ­δια νύ­κτα τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε, ἐ­νῶ κοι­μό­ταν, ὁ Προ­η­γού­με­νος ἐ­λέγ­χον­τάς τον καὶ πα­ρα­τη­ρών­τας, ὅ­τι τὰ ἅ­για αὐ­τὰ μαρ­τυ­ρι­κὰ λεί­ψα­να δὲν ἁρ­μό­ζει νὰ βρί­σκων­ται μα­ζὶ μὲ τὰ δι­κά του.
            Ἀ­να­φέ­ρε­ται σὰν θαυ­μα­στὸ γε­γο­νὸς ἡ τύ­χη τῶν ὑ­πευ­θύ­νων Τούρ­κων. Ἀ­σθέ­νη­σαν βα­ρειὰ καὶ δὲν ξε­ψύ­χη­σαν πα­ρὰ μό­νο, ὅ­ταν ζή­τη­σαν καὶ ἔ­λα­βαν τὴν συγ­χώ­ρη­σι ἀ­πὸ τὴν χή­ρα τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος. Τὸ θαυ­μα­στὸ τοῦ­το συγ­κά­λε­σε σὲ σύ­να­ξι τοὺς ἀ­γά­δες τῆς Πό­λης, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔν­τρο­μοι ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ μὴν ξα­να­τι­μω­ρη­θῇ Χρι­στια­νὸς γιὰ τὴν πί­στι του, δι­α­τα­γὴ ποὺ ἴ­σχυ­σε, ὅ­σο ζοῦ­σαν οἱ ἀ­γά­δες, ποὺ τὴν ἐ­ξέ­δω­σαν.
            Ὅ­σο δὲ γιὰ τὰ ἓξ παι­διὰ τοῦ Μάρ­τυ­ρος ἔ­ζη­σαν φυ­σι­κὰ τὴν ὀρ­φά­νια τῆς ἀ­που­σί­ας βι­ώ­νον­τας ταυ­τό­χρο­να ὑ­περ­φυ­σι­κὰ τὴν ἔν­δο­ξη πα­ρου­σί­α τοῦ χρι­στο­μάρ­τυ­ρος πα­τέ­ρα τους, ποὺ εὐ­λο­γοῦ­σε τὴν ζω­ή τους. Ἔ­φυ­γαν στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς Βλα­χί­ας καὶ ἐ­κεῖ πρε­σβεί­αι­ς τοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος Ἀγ­γε­λῆ ἀ­πή­λαυ­σαν εὐ­λο­γί­α καὶ εὐ­η­με­ρί­α.

ΚΑΛΕΝΤΟΥΛΑ ΑΓΡΙΑ (Calendula arvensis)


Καλέντουλα ἄγρια (Calendula arvensis)




Τὰ φύλλα της τρώγονται ὠμὰ ἢ βρασμένα. Τὰ πορτοκαλί πέταλα τῶν λουλουδιῶν, χρησιμοποιοῦνται ὡς ὑποκατάστατο κρόκου, γιὰ χρωματισμὸ βούτυρου, τυριοῦ, καὶ σὲ πιάτα μὲ ρύζι.

Τὰ ἄνθη ὁλόκληρα ἢ μόνο τὰ πέταλα ἔχουν σπουδαῖες φαρμακευτικὲς ἰδιότητες. Τὸ τσάι τους χρησιμοποιεῖται ὡς ἀντιφλεγμονῶδες, ἀντισπασμωδικό, χωνευτικό, γιὰ τὴ γαστρίτιδα καὶ τὸ ἔλκος, γιὰ τὴν τόνωσι τῆς κυκλοφορίας τοῦ αἵματος. Ἐξωτερικὰ ὡς ἐκχύλισμα καὶ κομπρέσα βοηθᾶ πολὺ σὲ κάθε εἴδους δερματικὰ προβλήματα. Εἶναι ἐξαιρετικὸ ἐπουλωτικὸ καὶ ἀντισηπτικὸ καὶ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ σὲ ἐγκαύματα, τσιμπήματα ἐντόμων, πληγές, φλεβίτιδα, ἔκζεμα.

Τὰ λουλούδια ἂν τὰ βράσουμε, μποροῦν νὰ δώσουν μιὰ κίτρινη βαφή.

Σὲ ἄτομα ἀλλεργικὰ στὴν μαργαρίτα μπορεῖ νὰ προκαλέσει ἀλλεργικὴ ἀντίδρασι.


Βιβλιογραφία
1)Παπούλιας Θανάσης, Τὰ ἄγρια φαγώσιμα χόρτα, Ἐκδόσεις Ψύχαλου, 2006.
2)www. pfaf. org/user/Plant.aspx?LatinName=Calendula+officinalis

ΔΕΙΓΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΜΑΣ

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΙΚΟ ΜΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 



ΔΕΡΜΑΤΟΔΕΤΗ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΚΟΣΜΗΜΑ ΤΟΥ ΨΑΛΤΗΡΟΣ





ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΔΕΡΜΑΤΟΔΕΤΟ
 ΜΕ ΑΝΑΓΛΥΦΟ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΧΡΥΣΕΣ ΡΙΓΕΣ





ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ ΜΕ ΕΝΘΕΤΗ ΠΥΡΟΓΡΑΦΙΑ




Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ - ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΚΑΤΑ ΠΑΤΕΡΕΣ - INDEX

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ - INDEX


ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΚΕΡΑΜΕΥΣ
-          ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗΝ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΑΓΙΟΣ
-          ΟΜΙΛΙΑ ΚΖ΄-ΠΕΡΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΡΠΟΦΟΡΙΑΣ
 ( ΔΥΝΑΤΑΙ ΝΑ ΕΚΦΩΝΗΘΗ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗΝ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ)

ΗΣΑΪΑΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ
-          ΠΕΡΙ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΟΣ_ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΚΖ΄  –  ΚΕΦΑΛΑΙΑ 27

















ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΕΟΝ ΘΕΟΥ ΜΑΛΛΟΝ Η ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΕΟΝ

Ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε καὶ Μνη­μο­νευ­τέ­ον Θε­οῦ μᾶλ­λον ἢ ἀ­να­πνευ­στέ­ον˙ καί, οἷ­ον τε τοῦ­το εἰ­πεῖν, μη­δὲν ἄλ­λον ἢ τοῦ­το ...