Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΜΑΣ

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΜΑΣ (2 Σεπτεμβρίου)

Κα­τὰ τὸ ἔ­τος 260 μ.Χ. γεν­νή­θη­κε ὁ Ἅ­γιος Μάρ­τυς Μά­μας μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Γάγ­γρα τῆς Πα­φλα­γο­νί­ας. Οἱ γο­νεῖς του Θε­ό­δο­τος καὶ Ρου­φῖ­να ἦ­ταν ὁ­μο­λο­γη­τὲς χρι­στια­νοὶ τῆς τάξεως τῶν πα­τρι­κί­ων. Συ­νε­λή­φθη­σαν γιὰ τὴν πί­στι τους ἀ­πὸ τὸν ἄρ­χον­τα τῆς πό­λε­ως Ἀ­λέ­ξαν­δρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἐν­το­λὴ νὰ θα­να­τώ­νῃ μὲ βα­σα­νι­στή­ρια, ὅ­σους Χρι­στια­νοὺς ἀρ­νοῦν­το νὰ θυ­σιά­σουν στὰ εἴ­δω­λα. Ἐ­πει­δή, ὅ­μως, ἀ­νῆ­καν στὴν τά­ξι τῶν προ­κρί­των, τοὺς ἔ­στει­λε νὰ δι­κα­στοῦν ἀ­πὸ τὸν ἀ­νώ­τε­ρό του, ἡ­γε­μό­να τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας, Φαῦ­στο στὴν Και­σά­ρεια. Στὴν φυ­λα­κὴ τοῦ Φαύ­στου ὁ Θε­ό­δο­τος καὶ ἡ κυ­ο­φο­ροῦ­σα τό­τε τὸν Ἅ­γιο Μά­μαν­τα Ρου­φῖνα, φο­βού­με­νοι μή­πως ἡ ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ σώ­μα­τος κάμ­ψει τὸ σθέ­νος τῆς ψυ­χῆς προ­σευ­χή­θη­καν στὸν Θε­ὸ νὰ μὴν ἐ­πι­τρέ­ψῃ τὸν βα­σα­νι­σμό τους, ἀλ­λὰ νὰ τοὺς δώ­σῃ ἀ­νώ­δυ­να καὶ εἰ­ρη­νι­κὰ τέ­λη. Ὁ Κύ­ριος ἄ­κου­σε τὴν προ­σευ­χή τους . Ὁ Ἅ­γιος Μά­μας γεν­νή­θη­κε στὴν φυ­λα­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς του ἀ­πέ­θα­ναν δί­πλα στὸ νε­ο­γέν­νη­το βρέ­φος τους, πρὶν ὁ ἡ­γε­μό­νας προ­λά­βει νὰ τοὺς ὑ­πο­βάλ­ῃ σὲ βα­σα­νι­στή­ρια. Καὶ βέ­βαι­α ὁ Χρι­στὸς προ­νό­η­σε καὶ γιὰ τὸ βρέ­φος μὲ τὸν ἑ­ξῆς θαυ­μα­στὸ τρό­πο:  Στὴν Και­σά­ρεια ζοῦ­σε τό­τε ἡ Ἀμ­μί­α, ποὺ τὴν ὀ­νό­μα­ζαν καὶ Μα­τρώ­να, γυ­ναῖ­κα πι­στὴ καὶ εὐ­σε­βής, πρό­κρι­τη τοῦ τό­που της, ἡ ὁ­ποία ἔ­χαι­ρε τῆς ἐ­κτι­μή­σε­ως καὶ τοῦ σε­βα­σμοῦ. Ὁ Κύ­ριος τῆς ἀ­πέ­στει­λε ἄγ­γε­λό του. Ἀ­πὸ θεί­α ἔ­τσι γνῶ­σι ζή­τη­σε ἀ­πὸ τὸν ἡ­γε­μό­να τὰ λεί­ψα­να τῶν μαρ­τύ­ρων Θε­ο­δό­του καὶ Ρου­φίνας καὶ ὁ ἡ­γε­μὼν τῆς τὰ ἔ­δω­σε μα­ζὶ μὲ τὸ νε­ο­γέν­νη­το βρέ­φος. Ἐ­κεί­νη φρόν­τι­σε καὶ ἐ­νε­τα­φί­α­σε τὰ λεί­ψα­να, τῶν ὁ­μο­λο­γη­τῶν μαρ­τύ­ρων. Υἱ­ο­θέ­τη­σε τὸ βρέ­φος καὶ τοῦ ἔ­γι­νε ξε­χω­ρι­στὴ τρο­φὸς καὶ προ­στά­της. Τὸ παι­δί, αἰ­σθα­νό­με­νο τὴν ἀ­γά­πη τῆς θε­τῆς του μη­τέ­ρας τὴν φώ­να­ζε μά­μα,  καὶ πῆ­ρε γι᾽ αὐ­τὸ καὶ τὸ ὄ­νο­μα «Μά­μας». Κα­τὰ ἄλ­λη ἐκ­δο­χὴ ὀ­νο­μά­στη­κε ἔ­τσι, για­τὶ ἔ­μει­νε ἄ­φω­νος με­τὰ τὴν γέν­νη­σί του γιὰ πέν­τε ἔ­τη καὶ ὅ­ταν μί­λη­σε, ἡ πρώ­τη λέ­ξι ποὺ εἶ­πε ἦ­ταν «μά­μα», μη­τέ­ρα. Ἡ μη­τέ­ρα Ἀμ­μί­α ἔ­στει­λε τὸν Μά­μαν­τα στὸ σχο­λεῖ­ο, ὅ­που ὁ μι­κρὸς μα­θη­τὴς ξε­χώ­ρι­σε σὲ ἐ­πι­μέ­λεια. Ταυ­τό­χρο­να κέρ­δι­σε τὸν σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ἀ­γά­πη τῶν συμ­μα­θη­τῶν του. Οἱ νου­θε­σί­ες τῆς πι­στῆς μη­τέ­ρας Ἀμ­μί­ας σπεί­ρον­ταν στὴν κα­λὴ γῆ τῆς καρ­δί­ας τοῦ Μά­μαν­τα καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ τα­ξί­δευ­αν γιὰ τὶς καρ­δι­ὲς ὅ­λων τῶν μι­κρῶν συμ­μα­θη­τῶν του. Ὅ­ταν ὁ Μά­μας ἔ­γι­νε δε­κα­πεν­τα­ε­τὴς ἡ μη­τέ­ρα Ἀμ­μί­α ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­φή­νον­τάς του τὴν εὐ­χή της καὶ τὴν τε­ρά­στια πε­ρι­ου­σί­α της. Τὴν ἴ­δια χρο­νι­κὴ πε­ρί­ο­δο ἡ­γε­μὼν τῆς Και­σά­ρειας με­τὰ τὸν Φαῦ­στο ἔ­γι­νε ὁ Δη­μό­κρι­τος. Τό­τε ἀ­κρι­βῶς, ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Αὐ­ρη­λια­νὸς (270-275) δι­έ­τα­ξε ὅ­λους τοὺς μα­θη­τὲς τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας νὰ προ­σφέ­ρουν θυ­σί­ες στὰ εἴ­δω­λα κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Διός. Ὁ Ἅ­γιος Μά­μας ἀρ­νή­θη­κε καὶ μα­ζί του ὅ­λοι οἱ συμ­μα­θη­τές του. Δι­α­τά­χθη­κε τό­τε ἡ ἄ­με­ση σύλ­λη­ψί του. Τὸ πα­τρι­κια­κό του γέ­νος καὶ ἡ τε­ρά­στια πε­ρι­ου­σί­α του στε­ροῦν τὸ δι­καί­ω­μα στὸν ἡ­γε­μό­να Δη­μό­κρι­το νὰ τὸν δι­κά­σῃ ὁ ἴ­διος. Τὸν ἀ­πέ­στει­λε στὸν αὐ­το­κρά­το­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος βρι­σκό­ταν κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη στὶς Αἰ­γὲς τῆς Κι­λι­κί­ας, χά­ριν τῆς ἐκ­στρα­τεί­ας του κα­τὰ τῆς Παλ­μύ­ρας (272). Ὁ Αὐ­ρη­λια­νὸς ἔ­μα­θε ἀ­πὸ τὴν συ­νο­δευ­τι­κὴ ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ Δη­μο­κρί­του τὰ ἔρ­γα καὶ τὶς ἡ­μέ­ρες τοῦ Μά­μαν­τα στὴν Και­σά­ρεια καὶ τὴν ἐ­πιρ­ροή­, ποὺ ἀ­σκοῦ­σε στοὺς συμ­μα­θη­τές του. Προ­σπά­θη­σε μὲ ὅ­σες δυ­νά­μεις πει­θοῦς καὶ ἀ­πει­λῆς δι­έ­θε­τε νὰ τὸν πεί­σῃ νὰ ἀρ­νη­θῇ τὴν πί­στι στὸν Χρι­στὸ καὶ νὰ θυ­σιά­σῃ στὸν θε­ὸ Σέ­ρα­πι. Μά­ται­α! Δι­έ­τα­ξε νὰ τὸν δεί­ρουν μὲ ρα­βδιά. Κα­τό­πιν νὰ ἀ­νά­ψουν λαμ­πά­δες καὶ μ᾽ αὐ­τὲς νὰ καί­ουν τὸ σῶ­μα του. Οἱ φλό­γες σε­μνὰ ἄγ­γι­ξαν τὸ σῶ­μα τοῦ Ἁ­γί­ου, χω­ρὶς νὰ τὸν φλέ­ξουν. Ὁ αὐτο­κρά­το­ρας δι­έ­τα­ξε νὰ τὸν λι­θο­βο­λή­σουν. Ἀλ­λὰ καὶ οἱ πέ­τρες τὸν εὐ­λα­βή­θη­καν. Ἔ­μει­νε ἀ­πτό­η­τος καὶ ἀ­βλα­βής. Τό­τε ὁ βα­σι­λιὰς ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ δε­θῇ στὸ λαι­μό του μο­λύ­βδι­νη σφαῖ­ρα καὶ ἔ­τσι νὰ ρι­φθῇ στὸ ἀ­νοι­κτὸ πέ­λα­γος. Στὸν δρό­μο πρὸς τὴν θά­λασ­σα ἡ φο­βε­ρὴ μορ­φὴ ἑ­νὸς ἀγ­γέ­λου τὸν ἐ­λευ­θέ­ρω­σε καὶ τὸν ὁ­δή­γη­σε στὸ ὄ­ρος τῆς Και­σά­ρειας. Ἐ­κεῖ ὁ Ἅ­γιος Μάρ­τυς μέσα σὲ σαράντα μόλις ἡμέρες ἔκτισε ναὸ καὶ ζοῦ­σε μὲ ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή, ἔ­χον­τας γιὰ κα­λούς του συν­τρό­φους τὰ ἄ­γρια ζῶ­α. Τὰ ζῶ­α τοῦ βου­νοῦ μὲ θεί­α ἔμ­πνευ­σι ἔρ­χον­ταν στὸν Ἅ­γιο καὶ τοὺς ἄρ­με­γε τὸ γά­λα. Ἀπ᾽ αὐ­τὸ ὁ Μάρ­τυς τρε­φό­ταν καὶ μὲ τὸ ὑ­πό­λοι­πο ἔ­πη­ζε τυ­ρί, τὸ ὁ­ποῖ­ο μοί­ρα­ζε στοὺς πτω­χοὺς τῆς Και­σά­ρειας. Ἡ φή­μη του καὶ τὰ πα­ρά­δο­ξα τῆς ζω­ῆς του δι­α­δό­θη­καν τό­σο, ὥ­στε νὰ φθά­σουν καὶ ὡς τὸν τό­τε ἡ­γε­μό­να τῆς Καπ­πα­δο­κί­ας Ἀ­λέ­ξαν­δρο. Στέλ­νει τοὺς ἱπ­πεῖς του νὰ τὸν συλ­λά­βουν. Ὁ Μάρ­τυς μὲ τὴν Χά­ρι τοῦ Θε­οῦ προ­γνώ­ρι­σε τὸν ἐρ­χο­μό τους καὶ ἔ­σπευ­σε νὰ τοὺς προ­ϋ­παν­τή­σῃ. Τὸν ρώ­τη­σαν ἂν γνω­ρί­ζῃ, ποῦ βρί­σκε­ται ὁ Μά­μας. Τοὺς ὁ­δή­γη­σε στὸ ἀ­σκη­τή­ριό του καὶ ἐ­κεῖ τοὺς φι­λο­ξέ­νη­σε μὲ ψω­μὶ καὶ τυ­ρί. Τὴν ὥ­ρα, ὅ­που ἐ­κεῖ­νοι γευ­μά­τι­ζαν, τὰ ἄ­γρια ζῶ­α, ὅ­πως συ­νή­θι­ζαν ἔ­κα­ναν τὴν ἐμ­φά­νι­σί τους. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες κα­τα­τρό­μα­ξαν, μέ­νον­τας ὅ­μως καὶ ἐκ­στα­τι­κοὶ ἀ­πὸ τὴν πα­ρά­δο­ξη οἰ­κει­ό­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου μὲ τὰ ἄ­γρια ζῶ­α, τοὺς κα­λούς του φί­λους. Τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό­τε τὴν ταυ­τό­τη­τά του. Ὁ­δη­γεῖ­ται στὴν πό­λι τῆς Και­σά­ρειας, ὅ­που μὲ παρ­ρη­σί­α ὁ­μο­λό­γη­σε τὸν Χρι­στό.  Ὁ ἡ­γε­μό­νας δι­έ­τα­ξε πά­λι βα­σα­νι­σμό του. Τὸν κρέ­μα­σαν καὶ τὸν ξέ­σχι­σαν μὲ δύ­να­μι μὲ σι­δε­ρέ­νια δόν­τια. Ἡ ἀ­μί­μη­τη καρ­τε­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ ἡ προ­φα­νὴς θεί­α πα­ρου­σί­α, ποὺ τὸν ἐν­δυ­νάμωνε, ἐ­ξόρ­γι­σαν τὸν ἡ­γε­μό­να. Δι­έ­τα­ξε νὰ ἑ­τοι­μά­σουν γιὰ τὸν Μάρ­τυ­ρα πυ­ρα­κτω­μέ­νο κα­μί­νι, γιὰ νὰ τὸν ρί­ξῃ μέ­σα. Στὸ με­τα­ξὺ τὸν ἔκλεισε στὴν φυ­λα­κή. Ἐ­κεῖ βρῆκε ὁ Μάρ­τυς δε­σμῶ­τες, σαράντα Χρι­στια­νούς, τοὺς ὁ­ποί­ους θαυ­μα­τουρ­γι­κὰ ἀ­πε­λευ­θέρωσε. Ὁ­δη­γεῖ­ται καὶ πά­λι στὸ κρι­τή­ριο μὲ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα νὰ ἀρ­νη­θῇ τὸν Χρι­στὸ ἢ νὰ ρι­φθῇ στὴν και­ο­μέ­νη κά­μι­νο. Ἡ κά­μι­νος δέ­χθη­κε τὸν Μάρ­τυ­ρα σὰν δρο­σε­ρὴ ἀγ­κα­λιά. Ὁ Μέ­γας Μά­μας ὑ­μνο­λο­γοῦ­σε καὶ δο­ξο­λο­γοῦ­σε τὸν Δε­σπό­τη Χρι­στό, ὅ­ταν ἔκ­θαμ­βοι οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ ἡ­γε­μό­να ἄ­νοι­ξαν τὸ πυ­ρα­κτω­μέ­νο κα­μί­νι. Τώ­ρα ὁ τύρ­α­ννος δο­κι­μά­ζει τὰ θη­ρί­α. Ὁ­δή­γη­σαν τὸν χα­μο­γε­λα­στὸ Ἅ­γιο στὸ στά­διο καὶ ἐ­ξα­πέ­λυ­σαν ἐ­ναν­τί­ον του τοὺς κα­λούς του φί­λους, μί­α λε­ο­πάρ­δα­λη, ἕ­να λε­ον­τά­ρι καὶ μί­α ἀρ­κού­δα. Τὰ ζῶ­α τοῦ Θε­οῦ ὠσφράνθηκαν στὸν δοῦ­λο Του τὴν Χά­ρι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Παί­ζουν μα­ζί του καὶ τοῦ γλεί­φουν τὰ πό­δια. Ὁ ἡ­γε­μό­νας ὀρ­γι­σμέ­νος ἐμ­πρὸς σ᾽ ἕ­να πλῆ­θος, ποὺ δο­ξο­λο­γοῦ­σε τὸν Χρι­στὸ καὶ τὸν Μάρ­τυ­ρα, ἔ­στει­λε στρα­τι­ώ­τη νὰ τοῦ διαπεράσῃ μὲ μί­α τρί­αι­να τὰ σπλά­γχνα. Κά­ποι­α πι­στὴ γυ­ναί­κα  συ­νέ­λε­ξε τὴν εὐ­λο­γί­α τοῦ μαρ­τυ­ρι­κοῦ αἵ­μα­τος. Ὁ Ἅ­γιος δι­ένυσε σ᾽ αὐ­τὴν τὴν κα­τά­στα­σι, βα­στών­τας τὰ χυ­μέ­να σπλά­γχνα του, ἀ­πό­στα­σι δύο σταδίων, πε­ρί­που δηλαδὴ τριακοσίων ἑβδομῆντα μέ­τρων, ὡς ἕ­να κον­τι­νὸ σπή­λαι­ο, ὅ­που ἐ­κεῖ στὶς 2 Σε­πτεμ­βρί­ου ἀ­κού­ει τὴν τοῦ Πα­να­γά­θου Χρι­στοῦ ἁ­γί­α φω­νή, καλ­οῦ­σα καὶ στέρ­γου­σα τὴν τοῦ Ἀ­θλο­φό­ρου Του Μά­μαν­τος ἁ­γί­α ψυ­χή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΕΟΝ ΘΕΟΥ ΜΑΛΛΟΝ Η ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΕΟΝ

Ἀ­δι­α­λεί­πτως προ­σεύ­χε­σθε καὶ Μνη­μο­νευ­τέ­ον Θε­οῦ μᾶλ­λον ἢ ἀ­να­πνευ­στέ­ον˙ καί, οἷ­ον τε τοῦ­το εἰ­πεῖν, μη­δὲν ἄλ­λον ἢ τοῦ­το ...